Ο Μάης
“Το τραγούδι αυτό θεωρείται σαν το χαρακτηριστικότερο τραγούδι της Κύθνου. Τραγουδιέται κατά την Πρωτομαγιά, όταν οι χωρικοί ξεκινούνε για το θέρος. Μέσα στις γεμάτες κριθάρι σκάλες, οι Θερμιώτες αρχίζουν να θερίζουν τραγουδώντας το τραγούδι του Μάη”
Γιώργος Φραγκουλάκης
Ήρχεν ο Μάης μάτια μου
ήρχε το καλοκαίρι
ήρχ’ ο καιρός πουλάκι μου
που θα γενούμε ταίρι
Σου ‘φερα κυρά το Μάη
την Πρωτομαγιά το βράδυ
Παραστημό παραγλυμμό
με βάλαν να θερίσω
για να με δέρνει ο άνεμος
κι ο ήλιος να μαυρίσω
Κρίθινο ψωμί και λίγο
κι όλη μέρα μες στον ήλιο
Όταν θα φύγω απ’το κελί
και πάω για τη σκάλα
μου έρχεται μωρέ παιδιά
να πάω για κρεμάλα
Κρίθινο ψωμί και γάλα
κι όλη μέρα μες στη σκάλα
Ανοίξαν τα σπαρθόπουλα
φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα
Στον Άγιο Κωσταντίνο
Στον Άγιο Κωσταντίνο
θα χτίσω ένα κελί
να βλέπω την Κανάλα
και την Φλαμπουριανή
Έλα να πάμε αντάμα
στις Λεύκες στου Μαθιά
να πιούμε κρυονέρι
αντάμα, συντροφιά
Ο Ποταμός
Θα πα’ να βρώ τους ποταμούς
-ωχ- θα πα βρώ τ’ αυλάκια
θα πα ‘να βρώ και τις πηγές
που σβήνουν τα φαρμάκια
Έλα πουλί μου, έλα,
τρείς ώρες καρτερώ
και το παραθυράκι
αφήνω ανοιχτό
Τα βλέπω ‘γω τα μάτια σου
πως παίζουν και γελούνε
πως λαχταρούνε το φιλί
μα δεν το μαρτυρούνε
Ο ποταμός σέρνει κλαδιά
-ωχ- κι η θάλασσα καράβια
οι αγκαλιές των κοριτσιών
τραβουν τα παλληκάρια
Έλα να σε φιλήσω
και φίλα με και συ
και σαν το μαρτυρήσω
μαρτύρα το και συ
Η Μαστίχα
Εσύ με βασανίζεις
μα τι μπορώ να ειπώ
όλα τα υποφέρω
γιατί σε αγαπώ
Το παραδέχοντ’ οι Σιφνιοί
Σερφιώτες και Αξιώτες
πιο μερακλήδες βρίσκονται
απ’ όλες οι Θερμιώτες
Εσύ μ’ αυτή τη γνώμη
κι εγώ μ’ αυτό το νού
να δούμε ποιός θα πέση
μενέτι τ’ αλλονού
Ο θάνατος είναι σκληρός
μα είναι κι ευτυχία
που ησυχάζει το κορμί
από την τυραννία
Να κερδίσεις την αγάπη
πρέπει να ‘χης ‘πεμονή
να σε μπήζουνε τ’ αγκάθια
και να λές πως δεν πονεί
Ντο
Θερμιώτες όπου είσαστε
γυρίστε στο νησί σας
να δήτε κάμπους και βουνά
που λαχταρεί η ψυχή σας
Τον ίσιο τόπο έχασα
και πήρα τα σκοτάδια
είν’ η ζωή μου άχαρη
και ή καρδιά άδεια
Θερμιά μας όμορφο νησί
στα πάντα ξακουσμένο
μεσ’ (σ)την καρδιά μας σ’ έχουμε
βαθιά ζωγραφισμένο
Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα
Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα
θα τα κάνω φορεσιά
να τα βάλω να περάσω
να σου κάψω την καρδιά
Που ήσουνα μωρή τρελλή
μωρή ξεμυαλισμένη
και μου ‘ρχες τα μεσάνυχτα
σαν παραλογισμένη
Άσπρο μου τριανταφυλλάκι
βασιλιά των λελουδιών
ποιός αρνήθη την αγάπη
να την αρνηθώ κι εγώ
Που ήσουνα τόσον καιρό
Και μου ‘ρχες τώρα πάλι
και μ’ άφησες με τον καημό
και ζάλη στο κεφάλι
Τα μελιτζανιά
Τα μελιτζανιά, τα μελιτζανιά,
τα μελιτζανιά να μην τα βάλης πιά
πάλι τα ‘βαλες, πάλι τα ‘βαλες
πάλι τα ‘βαλες, παλί μας μαρανές
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Πατινάδα
Χρυσό δεντρί σου φέραμε
νύφη μου στην αυλή σου
να το ποτίζεις ταχτικά
να το΄ χης στη ζωή σου
Τώρα πεντέξι μέρες, ένα Ρωμιόπουλο
το νου μου τον επήρε το διαβολόπουλο
Έλα πουλί μου έλα, να τα μιλήσουμε
γιατ΄ είδα στ΄ όνειρό μου πως θα χωρίσουμε
Νύφη μου καλορρίζικα
να είναι τα καλά σου
μαλαματένια και χρυσά να΄ ναι τα στέφανά σου
Εσύ ΄σαι ένας ήλιος, φεγγάρι λαμπερό
μου θάμπωσες το φως μου και δεν μπορώ να δω
Κι αν είσαι κι αν δεν είσαι του του δημάρχου παιδί
εγώ θα σε φιλήσω κι ας πάω φυλακή
Γαμήλιος σκοπός του τραπεζιού
Η μάννα:
Γαμπρέ μου σε παρακαλώ
μια χάρη να μου κάνεις
το άνθος που σου δώσαμε
να μη μας το μαράνης
Παναγιά μου, Παναγιά μου
διν΄ υγεία στα παιδιά μου
Η νύφη:
Βρήκα λιμάνι κι άραξα
κι αέρα δεν φοβούμαι
και βρήκα την αγάπη μου
και δεν παραπονιούμαι
Ασημένιο μου ρολόϊ
που ΄σαι μεσ΄ (σ) τ΄ αρχοντολόϊ
Τα παινέματα συνεχίζονται με τον πατέρα της νύφης:
Ο πατέρας:
Ένα τραγούδι θε να πω
στης πέρδικας το νύχι
χαρά στα μάτια του γαμπρού
που διάλεξε τη νύφη
Να ΄στε καλογερασμένοι
πάντοτε ευτυχισμένοι
Ω Παναγιά Κανάλα μου
μεγάλη εκκλησία
στ΄ αντρόγυνο που έγινε να δώσης ευτυχία
Παναγιά μου που τα ξέρεις
βολικά να τους τα φέρεις
Ο χορός των συμπεθέρων
Κάμετε τόπο στο χορό
ωχ αμάν-αμάν
να μπουν οι συμπεθέροι
να μην τους -ε- πατήσουμε
ωχ αμάν-αμάν
γιατί ΄ ναι όλο γέροι
Απόψε γάμος γίνεται
ωχ αμάν-αμάν
απόψε πατινάδα
απόψ΄ αποχωρίζεται
ωχ αμάν-αμάν
η κόρη από τη μάννα
ΠΑΛΙΟΙ ΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ ΘΕΡΜΙΩΝ
Είχα μιαν αγάπη
ν-Είχα μιαν αγάπη
ν-αγάπη στον καιρό μου
μωρέ ΄την ήτανε τα μάτια μου
΄ την ήτανε το φως μου
Μα ΄γω την αγαπούσα
μωρέ γλυκά και μπιστεμένα
μωρέ μα ΄κείνη η -γι- αφιλότιμη
κορόϊδευγε με ΄μένα
ν-Είχα μιαν αγάπη
μωρέ στραβή με το ΄να μάτι
μωρέ κουτσή με το ΄να πόδι
που με γελούσαν όλοι
Πατινάδα
Σας φήνουμε καληνυχτιά, αμάν-αμάν
τριαντάφυλλα του Μάη, αμάν-αμάν
σας αφήνουμε τη Παναγιά, αμάν-αμάν
για να σας -ε-φυλάη, αμάν-αμάν
Τα χιόνια πάνω στην κορφή
και συ κοιμάσαι μοναχή
Καλέ άντες
Το καλέ άντες μια φορά, καλέ σώπα
το καλέ άντες δύο
για δες πως με κατάντησες, καλέ σώπα
για το νεκροταφείο
Δεν είναι ΄δω το ταίρι μου
το χρυσοπεριστέρι μου
Γιαρμερί και γιαρμερά
Στενό φαρδύ σακάκι μου
με την ανηφοριά σου
ν- άλλο δεν σου λιμπίστηκα
μον΄ τη γειτόνισσά σου
Γιαρμερά γιαρμερί, φουστανέλλα με γαζί
φουστανέλλα με γαζί, γιαρμερούλα γιαρμερί
Μας βαρήσαν με το γκρά, γιαρμερούλα γιαρμερά
μας βαρήσαν με το γκρά, σε μέρος να μη γιάνη πιά
Σαν της Ωριάς το κάστρο
Σαν της Ωριάς το κάστρο, κάστρο δεν είδα
Τούρκα είσαι για Ρωμιά
με ασημένιες πόρτες κι αργυρά κλειδιά
Τούρκοι το πολεμούσαν χρόνους δώδεκα
χρόνους μήνους δεκατρείς
σύ το νού μου τον κρατείς
Του συννέφου τα νερά
Νά ήξευρα καλέ στη μαύρη γής
τρά-λάλα-λάλα-λα
θα βρώ τον ίδιο κόσμο, λεβέντισσα
μ’ ακόμα δε σε γλέντησα
Λεβέντισσα, καλέ λεβέντισσα
μ’ ακόμα δε σε γλέντησα
ν- Έλα πουλί μου –ν- έλα, το Σαραντάμερο
χέ-χέ-χέ-χέ-χέ-χέ
να σκάσουν οι εχτροί μας, να ‘ρθουν σε θάνατο
Μω’ λεβέντισσα
μ’ ακόμα δεν σε γλέντησα
ν- έλα το βράδυ-βράδυ να κουβεντιάσωμε
χέ-χέ-χέ-χέ-χέ-χέ
να παίξωμε λιγάκι και να γελάσωμε
Σκοπός τ’ αργαλειού
Την ευχή μου να ‘χης
αργαλειό να μάθης
άντε χέρια πόδια να κουνάς
τη σαΐτα να περνάς
Να περνάς το χτένι
ν- η κόρη που το φαίνει
άντε να περνάς και τ’ αργαλειό
με τα χεράκια σου τα δυό
Μήνυσε μου να σου στείλω
Μήνυσέ μου να σου στείλω
λελουδάκια απ’ το βουνό
να τα βάλης στο ποτήρι
να θαρρής πως είμαι ‘γω
Για δες τηνε την πέρδικα
σε τόπο που την εύρηκα
Για ΄δες τηνε, για δες τηνε
πάρτε σκοινιά και δεσ’ τηνε
Κίνησα να ‘ρθω ‘να βράδυ
Κίνησα να ‘ρθω ‘να βράδυ αμάν-αμάν
Μ’ έπιασε ψιλή βροχή αμάν-αμάν
το Θεό παρακαλούσα αμάν-αμάν
για να σε βρώ μοναχή
Ούτε μόναχή σε βρίσκω αμάν-αμάν
ούτε με τη μάννα σου αμάν-αμάν
μον’ σε βρίσκω στο σεργιάνι αμάν-αμάν
με τη φιλενάδα σου
Η Έλλη θέλει σκότωμα
Η Έλλη θέλει σκότωμα
θέλει και καρμανιόλα
γιατί ποτές δεν άκουσε
της μάννας της τα λόγια
‘Ελλη μωρή Έλλη
κανένας δεν σε θέλει
Μιά Κυριακή πρωί-πρωί
σημαίναν οι καμπάνες
ο κόσμος πάει την εκκλησιά
κι η Έλλη στους αγάδες
Έλλη πανάθεμά σε
Μ’ έφαγες δε λυπάσαι
Το χέρι σου το παχουλό
(τραπεζιού)
Το χέρι σου το παχουλό
με το φαρδύ μανίκι
να το ‘βαζα προσκέφαλο
κι ας πλήρωνα το νοίκι
Έλα ‘πως ερχόσουν πρώτα
σπρώξε κι άνοιξε την πόρτα
Το χέρι σου το παχουλό
να τό ‘χα μαξιλάρι
ποτέ δε θα φοβόμουνα
ο χάρος να με πάρη
Έλα που σε περιμένω
αρωτώ και δε μαθαίνω
Κλώσσα τα πουλιά
Κλώσσα τα πουλιά
δεν τα ‘βγαλές σωστά
σου ‘βαλα εικοσιένα
και δεν έβγαλες κανένα
Από την έκδοση του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου “Ένα τραγούδι θε να πω”, Αρμός 2007
Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Δρυοπίδας
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του κόσμου,
εβγείτε, δείτε, μάθετε, που ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα,
το μέλι τρων’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες.
Ανοίχτε τα κουτάκια σας, τα κατακλειδωμένα
και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγγί σας.
Κι’ αν είστε από τους πλούσιους, φλουριά μη λυπηθείτε
κι αν είστε από τους δεύτερους, τάληρα και δραχμίτσες
και αν είστε από τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.
Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνο πάρετε και ευθύς να σηκωθείτε,
στην εκκλησία τρέξετε με προθυμία μπείτε,
ν’ ακούσετε και του Χριστού τη θεία λειτουργία,
του Ιησού μας του Χριστού γέννηση την αγία.
Κι ευθύς όταν γυρίσετε εις το αρχοντικό σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάρτε το φαγητό σας,
δώστε και κανενός φτωχού, όστις να υστερείται,
δώστε και μας τον κόπο μας, αν είναι ο ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Και του χρόνου
Κατερίνα Λαρεντζάκη (Καϊντιέραινα)
Από το άρθρο “Τα κάλαντα” της Στάμης Τσικοπούλου – Μαρτίνου που δημοσιεύτηκε στα Θερμιώτικα Νέα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2022 (αριθμός φύλλου 473)