Το δέντρο στη ρίζα του στηρίζεται και με αυτήν τρέφεται. Σαν αποκόψεις τη ρίζα του δέντρου, το δέντρο μαραίνεται, ξεραίνεται, πέφτει.

Του Γιώργου Κ. Λαρεντζάκη (Καϊντιέρη)*

Πριν από την παρουσίαση του  ημερολογίου με θέμα: το λαογραφικό μουσείο του χωριού, θα μου επιτρέψετε να κάνω ένα μικρό πρόλογο, που εγώ τον θεωρώ πολύ σημαντικό.

Όπως γνωρίζετε – τουλάχιστον οι περισσότεροι – γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Θερμιά. Μετά το δημοτικό έφυγα για την Αθήνα είτε γιατί δεν υπήρχαν εκεί οι προϋποθέσεις σταδιοδρομίας ή για καλλίτερες συνθήκες διαβίωσης, όπως λέγαμε. Οι γονείς μου όμως έζησαν και πέθαναν στο νησί και επομένως  δεν διέκοψα ποτέ την επαφή μου με αυτό. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είδα πολλά, άκουσα πολλά και κυρίως βίωσα πολλά. Και ξέρετε το βίωμα είναι πολύ ισχυρό πράγμα, γιατί ζεις τα πράγματα στη βάση τους, στην ουσία τους και αυτά περνούν μέσα στο πετσί σου και τα κουβαλάς μαζί σου όπου κι αν πας.

Όταν ήμουνα μικρός, νόμιζα ότι αυτά που ήξερα και κυρίως ο τρόπος που μιλούσαμε, ήτανε λιγάκι χωριάτικα, λίγο -αν θέλετε- επαρχιακά. Μεγαλώνοντας όμως στην πόλη και πηγαίνοντας και κομμάτι σκολειό, κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι, δεν ήτανε καθόλου έτσι. Κατάλαβα ότι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν και έζησαν εκεί έπρεπε να επιβιώσουν και έπρεπε να επιβιώσουν με τα μέσα που τους παρείχε το νησί, δηλαδή με πολλές πέτρες, με λιγότερο χώμα, με λιγοστά δέντρα και με μια απέραντη θάλασσα που τους περικύκλωνε και τους απομόνωνε από τον υπόλοιπο κόσμο.

Καταρχήν άρχισαν να καλλιεργούν τη γη και να εκτρέφουν ζώα για να εξασφαλίσουν τη διατροφή τους. Μετά έπρεπε να έχουν ρούχα και παπούτσια (τσαρούχια) να φορούν και κλινοσκεπάσματα να κοιμούνται και χρησιμοποίησαν τα μαλλιά και τα δέρματα των ζώων τους. Μετά έπρεπε να κτίσουν σπίτια για να μένουν και να περιχαρακώσουν τα χωράφια τους καθώς επίσης να χτίσουν όχτες για να συγκρατήσουν το λιγοστό χώμα για να το καλλιεργούν. Επομένως ανέπτυξαν τη δομική και οικοδομική. Ύστερα έπρεπε να έχουν εργαλεία για τη δουλειά τους, αξίνες, φτυάρια, μηχανισμούς για τους ανεμόμυλους και τα λιοτρίβια και τα έφτιαχναν με αυτά που είχαν, με πέτρες και ξύλα. Έπρεπε να έχουν μέσα και αντικείμενα για τη καθημερινότητά τους και ανέπτυξαν την αγγειοπλαστική και τα έφτιαχναν όλα με τα χέρια τους και τη φαντασία του μυαλού τους.

Πέρα από αυτά έπρεπε σαν άνθρωποι να έχουν κοινωνική ζωή και αρχικά έπρεπε να έχουν ένα δικό τους τρόπο να συνεννοούνται. Έτσι έφτιαξαν λέξεις και φράσεις για τη δική τους επικοινωνία και έφτιαξαν αυτό που λέμε σήμερα «ντοπιολαλιά». Για παράδειγμα: Σήμερα λέμε κόλλησα μια ίωση, έχω ρίγος, έχω πονοκέφαλο, έχω πυρετό, έχω συνάχι, βήχα και με πάει και διάρροια. Όλα αυτά εκείνοι τα λέγανε με δυο λέξεις: « μ’ έλεσε το κοιλιοδρόμι ».

Επίσης δημιούργησαν δικούς τους χορούς, δικά τους τραγούδια, θρύλους και παραδόσεις.

Κοντολογίς, οι άνθρωποι εκεί -στην πλειοψηφία τους αναλφάβητοι- έφτιαξαν ένα τοπικό, λαϊκό πολιτισμό. Λαϊκό μεν, πολιτισμό δε. Και οι σύγχρονοι λένε σήμερα, ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας.

Και ξαφνικά ήρθε η εξέλιξη, ήρθαν τα ηλεκτρονικά μέσα και το ίντερνετ, ήρθαν σαν λαίλαπα και τα σκόρπισαν όλα στον αέρα. Θα με ρωτήσει –ίσως- κάποιος, είσαι ενάντια στην εξέλιξη;

Όχι βέβαια, φυσικά και δεν είμαι. Η ζωή είναι ένας ζωντανός οργανισμός και πρέπει να αλλάζει, πρέπει να εξελίσσεται. Αν αφήσουμε στην άκρη την ιατρική, τη γενετική και το διάστημα, θα σας δώσω ένα απλό παράδειγμα για να γίνει κατανοητό. Παλιά έγραφε κάποιος ένα γράμμα για το χωριό και έψαχνε να βρει έναν αποστελάρη να του το δώσει να το πάει. Όταν ο παραλήπτης λάβαινε το γράμμα μετά κάμποσες μέρες, αυτά που διάβαζε δεν ήταν πλέον νέα, ήτανε παλιά. Ενώ σήμερα γράφεις ένα γράμμα, πατάς ένα κουμπί και ο άλλος στην άλλη άκρη της γης, το διαβάζει μετά από λίγα δευτερόλεπτα, φρέσκο και ζεστό. Εκπληκτικό. Επίσης κάθεσαι στον καναπέ σου, σχηματίζεις έναν αριθμό στο τηλέφωνο και όχι μόνο μιλάς με τον δικό σου στο εξωτερικό, αλλά τον βλέπεις ταυτόχρονα και αυτό είναι εκπληκτικό. Την ίδια στιγμή όμως, μπορεί ένας παράφρονας να πατήσει ένα κουμπί στη μια άκρη της γης και να ανατινάξει στον αέρα μια ολόκληρη περιοχή στην άλλη άκρη, σκοτώνοντας ανυποψίαστους ανθρώπους, άνδρες, γυναίκες και κυρίως παιδιά, αυτά που αποτελούν τη χαρά και την ελπίδα του κόσμου. Τρομερό.

Γι αυτό η εξέλιξη πρέπει να γίνεται βηματικά, σταδιακά, ώστε να προλαβαίνει ο άνθρωπος να τα μαθαίνει, να τα σμιλεύει και τα αφομοιώνει με τα παλιά, γιατί τα παλιά είναι τα σίγουρα, τα δοκιμασμένα. Επομένως πρέπει να προχωρούμε μπροστά, κοιτάζοντας ταυτόχρονα και πίσω στο παρελθόν. Άλλωστε, κάποιος σοφότερος από μένα έχει πει: Δεν θα δούμε μπροστά, εάν δεν κοιτάξουμε πίσω. Και ένας σύγχρονος φιλόλογος-φιλόσοφος είπε: Δεν πρέπει να αγνοούμε το παρελθόν, γιατί το παρελθόν είναι μια ολόγιομη δεξαμενή, που ο άνθρωπος αντλεί γνώσεις και εμπειρίες για να προχωρήσει προς το μέλλον. Γι αυτό το λόγο θεωρώ ότι η παραδοσιακή μας κληρονομιά είναι πολύ σπουδαία, γιατί αυτή είναι οι ρίζες μας. Και το δέντρο στη ρίζα του στηρίζεται και με αυτήν τρέφεται. Σαν αποκόψεις τη ρίζα του δέντρου, το δέντρο μαραίνεται, ξεραίνεται, πέφτει.

Εδώ τελειώνει ο πρόλογος και προχωρήσουμε στην παρουσίαση του ημερολογίου. Βέβαια, αυτά που θα σας πω, κάποιοι τα γνωρίζετε ίσως καλύτερα από μένα. Ωστόσο, το να τα ξαναβλέπεις και να τα ξαναλές, μόνο καλό κάνει. Κακό κάνει να τα περιφρονείς και πιο πολύ κακό να τα αγνοείς.

[ *Από την εισαγωγική ομιλία για την παρουσίαση του ημερολογίου 2019, με απόψεις του λαογραφικού μουσείου Δρυοπίδας.]