ΤΟ ΘΕΡΜΙΩΤΙΚΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
(Αποσπάσματα από άρθρο του Νίκου Στεφ. Μαρτίνου, Θερμιώτικα Νέα Αρ. φύλλου 370 Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβιος 2006)
Οι ρίζες του πανηγυριού
Πανηγύρι (Πας, άγυρις, αγορά. Liddel-Scott), σημαίνει καθολική συμμετοχή σε λαμπρή γιορτή. Είναι χαρά μεγάλη για όλους, ανάμικτη όμως συχνά και με λύπη (χαρμολύπη), καθώς και το εορταζόμενο γεγονός μπορεί να μην είναι χαρούμενο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Αποτομής της Κεφαλής του Ιωάννου του Προδρόμου κ.α. Οι ρίζες του πανηγυριού βρίσκονται βαθιά μέσα στο χρόνο και ήδη από την εποχή της αρχαιότητας ήταν άμεσα συνυφασμένο με το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων. Έπαιρνε δε σάρκα και οστά στις διάφορες λατρευτικές τελετουργίες. Το έθιμο του πανηγυριού διατηρήθηκε από την Εκκλησία μας και ενσωματώθηκε στο εορτολόγιό της. Γι’ αυτό πάνω απ’ όλα σημαίνει συμμετοχή σε θρησκευτική γιορτή, που ξεκινά αποβραδίς με την Ακολουθία του Εσπερινού και συνεχίζεται ανήμερα με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, την αρτοκλασία και την περιφορά της εικόνας του εορταζομένου Αγίου, της Παναγίας, του Σωτήρος κλπ. Το βυζαντινό μέλος υπογραμμίζει τον πλούτο της λόγιας θρησκευτικής μουσικής μας παράδοσης και πραγματικά τέρπει τις ψυχές των πανηγυριστών, ιδιαίτερα όταν οι βασικοί συντελεστές είναι καλλίφωνοι και μπορούν ν’ αποδώσουν σωστά την υπέροχη αυτή μουσική. Κοντολογίς, η εκκλησιαστική τελετή με την ποιητική εμβέλεια των ιερών κειμένων και το μουσικό κάλλος της βυζαντινής μελωδίας, προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό το ήθος και το ύφος του γλεντιού που ακολουθεί.
Η αντοχή του θερμιώτικου πανηγυριού
Στα Θερμιά, το πανηγύρι έχει εμφανίσει διαχρονικά ιδιαίτερη αντοχή, αν και ορισμένες καλοπροαίρετες, αλλά χωρίς περίσκεψη κινήσεις, μπορούν να του προκαλέσουν βλάβη ανεπανόρθωτη. Η αντοχή του συνίσταται στο ότι έχει διατηρήσει αναλλοίωτα μέχρι τις μέρες μας πολλά από τα βασικά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, που το κάνουν ιδιαίτερα ζωντανό και όμορφο. Γεγονός πραγματικά εντυπωσιακό, αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς, πως και στις σημερινές αντίξοες συνθήκες εκπέμπει μία αναμφισβήτητη αυθεντικότητα, παρά την εγγύτητα του νησιού με το μεγάλο χωνευτήρι της Αθήνας. Στο θερμιώτικο πανηγύρι, η παράδοση ως τρόπος προσέγγισης και έκφρασης του ωραίου, δεν λειτουργεί σαν κάποιο φολκλόρ που πασχίζει να κατανοήσει, να περισώσει και ν’ αναβιώσει τρόπους έκφρασης του χθες. Εδώ η παράδοση βρίσκεται μπροστά μας, μέσα μας, παντού, ως ζώσα πραγματικότητα, ως τρόπος έκφρασης υπαρκτών σημερινών αναγκών, ως τρόπος ψηλάφησης του αύριο. Είναι τρόπος επικοινωνίας των ζωντανών μεταξύ τους, μ’ εκείνους που έφυγαν και μ’ εκείνους που θα ‘ρθουν. Είναι γνώση και ταυτόχρονα αίσθηση του ωραίου, είναι πάντρεμα ποιητικού λόγου και έκφρασης προσωπικής και συνάμα συλλογικής, είναι νίκη της ζωής πάνω στη βεβαιότητα του θανάτου, όταν στον φρενήρη ρυθμό της κάϊντας τραγουδούμε εν χορώ «τούτη γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε».
Όμως, προτού συνεχίσω τη συζήτηση σχετικά με το πώς λειτουργεί σήμερα το πανηγύρι, για τις ανάγκες που αυτό καλύπτει, για την παιδευτική του σημασία, την αίσθηση του ωραίου που ακτινοβολεί και η πιο μικρή του λεπτομέρεια (όπως συμβαίνει λ.χ. με το ανθοστόλισμα του Τέμπλου και τα θαυμάσια εργόχειρα που το πλαισιώνουν, την περιτύλιξη του άρτου με την πλουμιστή μπόλια, με το άσπρισμα του ξωκκλησιού, του κελλαρικού, της αυλής και του αυλόγυρου, με τον ήχο του διπλοκάμπανου κλπ), θα γυρίσω νοερά μισό αιώνα πίσω, ανασύροντας από τη μνήμη λίγες εικόνες που σφράγισαν την παιδική μου ηλικία. Τότε, που η τοπική κοινωνία ήταν ακόμα καθαρά αγροτική.
Το πανηγύρι παλιά
Για λόγους χώρου, στις γραμμές που ακολουθούν δεν θα αναφερθώ στα τρία τέσσερα μεγαλύτερης κλίμακας πανηγύρια της Κανάλας, μια και το καθένα έχει τη δική του ιδιαιτερότητα και σημασία για τον ευρύτερο θερμιώτικο χώρο, ιδιαίτερα δε το πανηγύρι του Δεκαπεντάυγουστου, λόγω του πάνδημου χαρακτήρα του και του πολυσύνθετου ρόλου του Συνδέσμου Δρυοπιδέων. Θα σταθώ λοιπόν στα πανηγύρια που γινόντουσαν στα μικρά και ταπεινά ξωκκλήσια με πανηγυριώτες κυρίως «τους γειτόνους», τους φίλους τους και όσους είχαν ειδική σχέση με το ξωκκλήσι (π.χ. τάματα). Είναι «ΑΥΤΟΣ ό κόσμος ο μικρός, ό μέγας!». Εδώ οι πανηγυριώτες μπορεί να μην ήτανε πολλοί, το γεγονός όμως επηρέαζε σημαντικά τη ζωή στο χωριό, για δύο, ίσως και τρείς μέρες. Σήμερα, δεν μπορώ πια να ξεχωρίσω τι μ’ εντυπωσίαζε τότε πιο πολύ. Ήταν ο πυρετός της προετοιμασίας για την εξόρμηση στο ύπαιθρο; Ήταν ο περίτεχνος στολισμός των φορτωμένων ζώων με τις πολύχρωμες φλοκάτες για να κάτσουν πανωσάμαρα οι γυναίκες και τα παιδιά; Ήταν η ίδια η πομπή που ανηφόριζε αργά, σχεδόν νωχελικά, τ’ Αη-Βλασιού τ’ ανήφορο; Ίσως όλα μαζί κι άλλες μικρές έγνοιες και μνήμες που σβήστηκαν.
Μετά τον εσπερινό, η πεντακάθαρη φρεσκοασπρισμένη αυλή του ξωκκλησιού, θα δεχόταν τα χράμια τα «λαϊκά» και τα τραπεζομάντηλα της κρεββαταριάς, για να εναποτεθούν τα φαγώσιμα που ‘χαν φέρει οι πανηγυριώτες, πέρα από το μεζέ που πρόσφεραν οι επίτροποι. Έτσι άρχιζε η συνεστίαση, με τον παπά να ευλογεί την «βρώσιν και την πόσιν…», όπου η κάθε φαμίλια προσέφερε ό,τι πιο εκλεκτό είχε, στο διπλανό, στο φίλο, στο συγγενή. Ατμόσφαιρα ευχαριστιακή, αληθινή συνέχεια της αρτοκλασίας, με τα φλασκιά ν’ αλλάζουν χέρια συνεχώς. Ευωχία πραγματική με μέσα λιγοστά, αλλά με περίσσεια αγάπη «ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Δεν χρειαζόταν ώρα πολλή για να ξεκινήσει το γλέντι «οι φίλοι όταν σμίξουνε…» και το εννοούσαν, όλοι μαζί, νέοι, μεσόκοποι και γέροι, μια ιδιότυπη χορωδία χωρίς μαέστρο, χωρίς προετοιμασία, αλλά σε πλήρη αρμονία, θαυμαστό συνταίριασμα «εν φωναίς και οργάνοις», με την έμπνευση της στιγμής να εμπλουτίζει τη δημοτική μούσα και να προκαλεί την ευγενή άμιλλα των στιχουργών. Ο χρόνος του τραγουδιού πριν το χορό; Όσο κρατήσει, ανάλογα με την εξέλιξη της μυσταγωγίας και το μεράκι των πανηγυριωτών. Με πολλούς σκοπούς που ήρθαν κι από αλλού: από τη Στεριανή Ελλάδα, από την Ιωνία, από άλλα νησιά. Σκοποί και τραγούδια που ζυμώθηκαν σε βάθος χρόνου, αφομοιώθηκαν, προσαρμόσθηκαν στα νέα δεδομένα της θερμιώτικης φιλοκαλίας και μετασχηματίστηκαν σε μια διαδικασία αργόσυρτη που συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας και που διαμόρφωσε την ιδιοτυπία του θερμιώτικου γλεντιού. Ποτέ η πρώτη φάση του γλεντιού δεν ήταν ακριβώς η ίδια με την αντίστοιχη της προηγούμενης χρονιάς. Ακόμα κι αν ήταν οι ίδιοι πανηγυριώτες, όλο και κάτι θα ξεχώριζε. Με απόλυτο σεβασμό στο τυπικό του γλεντιού, η προσωπική συνεισφορά των τραγουδιστάδων, ιδιαίτερα των μερακλήδων μπορούσε να διαφέρει από χρόνο σε χρόνο.
Η ίδια αντίληψη διακατείχε τους χορευτάδες: Καλαματιανός, συρτός και μπάλλος. Με τους χορευτάδες να παραγγέλουν στα βιολιά το σκοπό που τους άρεσε και τους οργανοπαίχτες να προσπαθούν να προλάβουν τα γούστα τους. Εκείνο που ‘πιανε τον καθένα πιο πολύ. Η ομορφιά σ’ όλο της το μεγαλείο, με μια μαγική κλωστή να δένει χωρίς περιορισμούς όλους τους γλεντοκόπους, οργανοπαίχτες, τραγουδιστάδες και χορευτάδες. Κι όλοι μαζί να χαίρονται, δίνοντας τόπο στον πιο μερακλή, στο χορό και στο τραγούδι.
– Αχ μωρέ λεβέντη Νικολό της Μαργαρίτας, δεν νταγιαντώ την απουσία σου από Κανάλα και Φλαμπουριανή.
Κι ανήμερα μετά τη λειτουργία, τον άρτο και το ζωμό, το γλέντι να συνεχίζεται, αλλά με μέτρο. Να μην εξαντληθούν οι γλεντοκόποι, για να μπορέσουν να μεταφέρουν τη φλόγα του το βράδυ στο χωριό και να πυρπολήσουν τις καρδιές των υπολοίπων. Με πατινάδα πρώτα στους εορτάζοντες.
Ένα μουντό βροχερό απόγευμα, θαρρώ ήταν ανήμερα τ’ Αγίου Δημητρίου, όταν ακούστηκε πως ξεπρόβαλαν από το ίσιωμα του γερο-Πέτρου και κατηφορίζουν προς τον Αη-Βλάση οι πάνω Αη Δημητριώτες. Ο Κώστας πρέπει να ‘τανε ο Γονίδης καβάλλα στο περήφανο άτι του, κρατώντας το λάβαρο του Αγίου ή ο αδελφός του ο Νικολός, δεν θυμάμαι πιά, για ν’ ακολουθήσουν αργότερα οι κάτω Αη Δημητριώτες με τον Ανεστάση καβάλλα στον ψαρή του, που κρατούσε κι εκείνος το λάβαρο του Αγίου. Ποιος θα ‘κανε πιο πολύ μπούγιο; Ευγενής άμιλλα στο γλέντι για να σμίξουνε όλοι μαζί αργότερα σε κάποιο σπίτι ή σε κάποιο καφενέ.
Το πανηγύρι σήμερα, κύκλος ανοιχτός και αέναος.
Και σήμερα τι γίνεται; Όπως ανέφερα και στην αρχή, τα βασικά στοιχεία του πανηγυριού επιβιώνουν όχι σαν μουσειακό είδος ή στο μυαλό κάποιων αθεράπευτα ρομαντικών, νοσταλγών του χθες, αλλά σαν ζωντανή πραγματικότητα, όπου ο καθένας βγάζει ό,τι καλύτερο έχει μέσα του. Που λειτουργεί αβίαστα και παιδευτικά, σαν κύκλος ανοιχτός που μπορεί να εμπλουτίζεται αδιάκοπα. Που όχι μόνο δεν αποκλείει τους νέους, αλλά τους προσκαλεί, τους στηρίζει και τους βοηθά να ξεπεράσουν τη φυσιολογική συστολή της ηλικίας και να σταθούν ισότιμα με τους πρεσβύτερους. Η ενεργός συμμετοχή στο γλέντι αποτελεί μια διαδικασία μύησης και μέθεξης, όπου άλλος είσαι όταν μπαίνεις και άλλος όταν βγαίνεις. Κοντολογίς, είναι ο τρόπος ο ελληνικός, ο ανυπότακτος σε φόρμες μαζικής χειραγώγησης και εμπορευματοποίησης. Είναι τρόπος ανοιχτός στο καινούργιο, αφού προηγουμένως το ψηλαφίσει, το αξιολογήσει και ενδεχομένως το μετουσιώσει. Κι ο ξένος, καλοδεχούμενος. Να μπει κι αυτός μέσα στον κύκλο τον ανοιχτό, να ξεφύγει από τη θέση του παρατηρητή, να κατεβάσει δύο γεμάτες κούπες και ν’ αφήσει τον εαυτό του λεύτερο στη φουσκοθαλασσιά του μπάλλου.
Συνοψίζοντας, θα ‘λεγα πως το θερμιώτικο πανηγύρι έχει επιδείξει αξιόλογη αντοχή μέσα στο χρόνο, γιατί έχει στηριχθεί σε μια ευχαριστιακή αντίληψη των πραγμάτων, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της εμπορευματοποίησης. Οι καλοί επίτροποι, που αλλάζουν κάθε χρόνο σύμφωνα με το έθιμο, δεν περιμένουν κανένα απολύτως οικονομικό όφελος ως ανταπόδοση της μεγάλης τους προσφοράς· Το αντίθετο μάλιστα. Εξασφαλίζουν τις βασικές προϋποθέσεις για την τέλεση του πανηγυριού ωθούμενοι από το θρησκευτικό τους συναίσθημα και από τη χαρά της προσφοράς. Ο καλός λόγος φτάνει. Η ίδια αντίληψη διακατέχει και τη σημερινή νοικοκυρά που θα μαγειρέψει ειδικά για τις ανάγκες του πανηγυριού. Αν αυτά εκλείψουν, το θερμιώτικο πανηγύρι έχει χαθεί μια για πάντα. Γιατί δεν υπήρξε ποτέ ως «εμποροπανήγυρις», αλλά σαν λαμπρή γιορτή, προσαρμοσμένη στα κυκλαδίτικα μεγέθη, «στο μέτρο δηλαδή της ανάγκης και στη μικροκλίμακα της έλλειψης», όπως σοφά παρατηρεί ο Γλέζος. Αν η αντίληψη αυτή φύγει από τη μέση, η έκλειψη του πανηγυριού που ξέρουμε, θα είναι οριστική και αμετάκλητη.
Το τρίπτυχο της ομορφιάς του θερμιώτικου πανηγυριού.
Στην εποχή λοιπόν της άκριτης εμπορευματοποίησης, τα στοιχεία που κάνουν το θερμιώτικο πανηγύρι τόσο ελκυστικό και ανθρώπινο, είναι η μικρή του κλίμακα, η ενεργός συμμετοχή των εμπλεκομένων σ’ οποιαδήποτε φάση του και η ανιδιοτελής και ανεπιτήδευτη προσφορά. Τα τρία αυτά στοιχεία εξασφαλίζουν τη θαυμαστή ισορροπία θρησκευτικής εορτής και γλεντιού. Αν οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής του γλεντιού αλλάξουν, όλη η ομορφιά την οποία προσπάθησα να εκθέσω στις προηγούμενες γραμμές, θα χαθεί. Και μαζί μ’ αυτή θα χαθεί ένα μεγάλο μέρος της δημοτικής μουσικής μας παράδοσης, καθώς τα τελευταία χρόνια ασκείται μια συνεχής πίεση από ορισμένους οργανοπαίχτες μας να γενικευτεί η χρήση ηχητικών μηχανημάτων στο θερμιώτικο γλέντι. Θέλω να πιστεύω ότι η πίεση αυτή προκύπτει από την ανάγκη να ακούγεται καλά η μουσική, όταν τυχαίνει να παίζουν σε πολύ ανοιχτούς χώρους το καλοκαίρι ή σε μεγάλες αίθουσες το χειμώνα. Στην περίπτωση αυτή δεν μιλάμε για θερμιώτικο γλέντι, αλλά για κάποια άλλη μορφή διασκέδασης, που έχει σαν πρότυπό της τα μεγάλα μαγαζιά του λεκανοπεδίου, όπου κυριαρχεί κατά κανόνα ο εκκωφαντικός ήχος και επικρατούν άλλα ήθη, που καμμιά σχέση δεν έχουν με το θερμιώτικο γλέντι. Για να μη μακρηγορώ, νομίζω ότι έχει γίνει φανερό, πως η χρήση ηχητικών και η κατ’ ανάγκη μονοπώληση του τραγουδιού από τους οργανοπαίχτες – τραγουδιστές, συνεπάγεται την αλλοίωση του ρεπερτορίου, τον αποκλεισμό των άλλων τραγουδιστάδων, χορευτών και μη, τη βαθμιαία απώλεια της μουσικής μας μνήμης και τελικά το δραστικό περιορισμό της αυτενέργειας και της ελεύθερης έκφρασης κατά τη διάρκεια του γλεντιού.
Οι χώροι στους οποίους διεξάγονται τα πανηγύρια, με εξαίρεση εκείνο της Κανάλας, είναι χώροι μικροί, όπου ο φυσικός ήχος των οργάνων ακούγεται μια χαρά. Το ίδιο ισχύει και για πολλούς ανοιχτούς χώρους του χωριού όπου γινόντουσαν παλιότερα τα γλέντια κατά τους θερινούς μήνες.
Αντί επιλόγου
…Θα ‘θελα δε να επισημάνω, πως το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσα θα ήταν ο αποκλεισμός των νέων μας οργανοπαιχτών από τα πανηγύρια και τα άλλα θερμιώτικα γλέντια. Αντίθετα, πιστεύω πως οι νέοι μας είναι ιδιαίτερα προικισμένοι και εντελώς κατάλληλοι, τόσο για να συνευρεθούν, όσο και για να πάρουν τη σκυτάλη από τους παλαιότερους, με το πλούσιο ταλέντο που διαθέτουν και με την ορμή της νιότης. Ας εντρυφήσουν όμως (και ας μη εκληφθεί αυτό ως υπόδειξη, αλλά ως φιλικότατη παραίνεση), περισσότερο πάνω στο τυπικό του θερμιώτικου γλεντιού και ας προσέξουν περισσότερο το ρεπερτόριό τους.
Δόξα τω Θεώ το γλέντι μπορεί κάλλιστα να εμπλουτίζεται σταδιακά από την πλούσια παρακαταθήκη της δημοτικής μας μουσικής παράδοσης που έχουν διασώσει οι μεγάλοι μας δάσκαλοι, όπως ο αείμνηστος Σίμωνας Καρράς, η Δόμνα Σαμίου, ο Χρόνης Αηδονίδης και άλλοι μεγάλοι πρωτεργάτες, που το έργο τους κοσμεί τη σημερινή δισκογραφία. Αλλά και σύγχρονα τραγούδια είναι δυνάμει ενσωματώσιμα, όπως π.χ. ορισμένα του Παντελή Θαλασσινού, του Σωκράτη Μάλαμα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Ορφέα Περίδη και άλλων νέων ταλαντούχων δημιουργών που πατούν γερά στη δημοτική μας παράδοση και στο βυζαντινό μέλος. Το άσχημα εμπορευματοποιημένο και κακοποιημένο δημοτικό τραγούδι, στεριανό ή νησιώτικο/ναξιώτικο, ασφαλώς και δεν ταιριάζει με το ύφος και το ήθος της θερμιώτικης αντίληψης των μουσικών μας πραγμάτων.
Ας κάνουμε λοιπόν την ομορφιά σημαία μας κι ας την ψάξουμε στα μικρά και ταπεινά αλλά μέγιστα, που μας άφησαν εκείνοι που έφυγαν και ίσως τότε ανακαλύψουμε τον πλούτο που σήμερα σπεύδουμε να πετάξουμε στα αζήτητα.