5. Κωνσταντίνος Πολυχρόνου, Λαογραφικό Ι, 2013

5. Κωνσταντίνος Πολυχρόνου, Λαογραφικό Ι, 2013

Το Λαογραφικό Μουσείο Δρυοπίδας βρίσκεται σε κεντρικό σημείο, κοντά στην είσοδο του χωριού, πίσω από τον ιερό ναό των Αγίων Αποστόλων. Δημιουργήθηκε από τον Σύνδεσμο Δρυοπιδέων Κύθνου (Θερμιά) και στεγάζεται σε διώροφο  κτίριο,  ιδιοκτησίας  του.

Σύμφωνα με τους τίτλους ιδιοκτησίας του (δωρεά της οικογένειας του αειμνήστου Φραγκίσκου Βέρου προς τον Σύνδεσμο Δρυοπιδέων), το κτίριο που στεγάζει το Μουσείο προέρχεται από τη συνένωση δύο λιθόκτιστων οικιών (που είχαν αγοραστεί κατά τα έτη 1928 και 1937) με ανώγεια και κατώγεια, με τις αυλές τους (βεράντες) και με δύο πέτρινες κλίμακες που οδηγούν στον όροφο.

Η στέγη του κτιρίου είναι με κεραμίδια, που εσωτερικά η όλη αυτή κατασκευή της κεραμοσκεπής, καλύπτεται με ωραίες ξύλινες τάβλες (βαμμένες με λαδομπογιά) που δημιουργούν καλαίσθητο «ταβάνι» (εκτός από τη σάλα που φαίνεται η όλη κατασκευή), τα δε δάπεδα στο ανώϊ, είναι ξύλινες τάβλες, βαμμένες με λαδομπογιά (εκτός από την κουζίνα, όπου υπάρχουν τσιμεντένια άσπρα και μαύρα πλακίδια) και στο κατώϊ, είναι επιστρωμένα με μεγάλες πέτρες.

Τα εξωτερικά φωτιστικά του κτιρίου, είναι πήλινα, σχεδόν αθέατα, πάνω στον τοίχο, που φωτίζουν διακριτικά όλο το κτίριο.

Πολλά από τα εκθέματα, προϋπήρχαν από την αρχική λειτουργία του Μουσείου, από του έτους 1993 αλλά και πάρα πολλά, εισφέρθησαν και προσεφέρθησαν κατά το έτος 2012, οπότε ανακαινίσθηκε.

Σύντομη Περιήγηση

Στο ανώϊ (πρώτο όροφο) βρίσκεται ο χώρος της κατοικίας «ένα σπίτι», όπως ήταν διαρρυθμισμένα και επιπλωμένα άλλοτε, πριν από πολλά χρόνια, τα περισσότερα της Δρυοπίδας. Πρόκειται για ένα νοικοκυρόσπιτο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες του ιδιοκτήτη, με χαρακτηριστικά της τοπικής αρχιτεκτονικής που διασώζει πολλές κατασκευαστικές και λειτουργικές λεπτομέρειες, ένα σπίτι, που τα έχει όλα! ή μάλλον… τα περισσότερα και αποτελείται από την κάμαρα, τη σάλα και την κουζίνα.

Α] Στην κάμαρα υπάρχει το πανέμορφο σιδερένιο κρεβάτι με το υφαντό στρώμα και από πάνω, μία ολόλευκη υφαντή κουβέρτα με ανάγλυφα τετράγωνα (καραμελωτή), στο τελείωμα της οποίας υπάρχει χαρακτηριστική πλεκτή δαντελίτσα (με κουδουνάκια). Το κάτω μέρος του κρεβατιού, μετά την κουβέρτα, και μέχρι το πάτωμα, καλύπτεται με λευκό ύφασμα, ασπροκέντι που λέγεται «γύρος» ενώ πάνω του, υπάρχουν πολλά ασπροκέντητα μαξιλάρια. Όλα είναι καλοφτιαγμένα, πριν από 60 και πλέον έτη, καλοδιατηρημένα, χειροποίητα, υφαντά και κεντητά, ενώ κάτω από το κρεβάτι τοποθετήθηκε – σε διακριτική θέση – το πήλινο… «δοχείον νυκτός»!

Πάνω στο κρεβάτι, υπάρχει και μια κούκλα-μωρό, με σκουφάκι εποχής, τυλιγμένο με την άγνωστη πια «φασκιά» που αναγράφει ανάγλυφα επαναλαμβανόμενα: ΟΝΕΙΡΑ ΓΛΥΚΑ!

Μία πανέμορφη «πάντα» (επιτοίχιο χαλί), διατηρημένη σε άριστη κατάσταση, με ανατολίτικη παράσταση, διακοσμεί τον τοίχο πλάγια στο κρεβάτι, ενώ ακόμη στους τοίχους, υπάρχουν διάφορα διακοσμητικά κάδρα με παμπάλαια κεντήματα του Τίμιου Σταυρού, η Στεφανοθήκη με ωραιότατα γαμήλια στέφανα, το μεγάλο Εικονοστάσι με τις εικόνες του, το καντηλάκι και το πήλινο θυμιατό! Κοντά στο κρεβάτι, «στέκεται» μια γυναικεία φιγούρα (κούκλα) που φορά ωραία υφαντά εσώρουχα – μπούστο και βράκα – καθώς και μεσοφόρι, όλα με κέντημα – «φιστόνι».

 

 

Ακόμη στον τοίχο, υπάρχει η γνωστή «καλημέρα-καθρέπτης» με ωραίες πετσέτες/νυχτόμπολες και από κάτω μία κασέλα.

 

 

Παράπλευρα, η επίσης γνωστή θερμιώτικη δίφυλλη «ντουλάπα» με τη «χρυσωμένη βεντάλια» στην κορυφή της και την ετικέττα, όπου αναγράφεται: «Μαριγό Γιοργούλη 1936» που είναι ένα «σύνθετο» έπιπλο, όπως θα λέγαμε σήμερα, αφού στο πάνω μέρος της, έχει δύο ραφάκια με κεντητές δαντέλες και γυαλικά, που «φαίνονται» όταν κλείνουν τα πορτάκια, γιατί στο σημείο αυτό υπάρχουν τζάμια, εν συνεχεία πιο κάτω υπάρχει (μικρός) χώρος για τα ενδύματα και στο κάτω τμήμα, το συρτάρι για τα υποδήματα! Η ντουλάπα, πολλές φορές, βρισκότανε στη σάλα, γιατί η (κρεβατο)κάμαρα ήταν πολύ μικρή. Εσωτερικά το ξύλο (σανίδια), έχει επενδυθεί όπως άλλοτε, με «κόλλα», δηλαδή με χρωματιστό χαρτί. Ακόμη εκεί, στον τοίχο, έχει τοποθετηθεί μία χειροποίητη ξύλινη «κρεμάστρα» και ο «γιούκος με τα ρούχα», καλοδιπλωμένα και με εμφανή τα ωραία σημεία από τα ρασόρουχα (ντόπια κλινοσκεπάσματα: χράμια, ρασεντονιές, καραμελωτές κουβέρτες κ.α). Στην άλλη πλευρά υπάρχει, ένα μικρό τραπεζάκι με δύο συρτάρια – σαν γραφείο – καλυμμένο με παμπάλαιο τραπεζομάντηλο «ασπροκέντι» πάνω στο οποίο έχει τοποθετηθεί η ραπτομηχανή χειρός (Singer) με το ωραιότατο ξύλινο καπάκι της, αγορασμένη στη Σύρα περί το έτος 1920. Στα παράθυρα, υπάρχουν ωραίες κουρτίνες, διαφόρων εποχών και στο φεγγίτη της πόρτας, ένα ασπροκέντι, λεγόμενο: «καφασωτό»!

Β] Στη σάλα υπάρχουν, ο καναπές, ο μπουφές κ.α. Στο κέντρο, δεσπόζει το τραπέζι της μέσης (γίνεται ροτόντα με δύο «παραπέτια») και διάσπαρτα μέσα στο χώρο, ξύλινες καρέκλες, με ψάθα στο κάθισμα. Στον τοίχο, από τη μία μεριά, έχει τοποθετηθεί ένας «χρυσός» καθρέφτης και παραδίπλα, ένα άλλο μικρό τραπεζάκι σαν γραφείο, πάνω στο οποίο έχουν τοποθετηθεί μία επιτραπέζια εξαιρετική κορνίζα και δύο λάμπες επιτραπέζιες, καθώς και η πρώτη γραφομηχανή της Κοινότητας Δρυοπίδας, που ήταν δωρεά του Συνδέσμου Δρυοπιδέων.

Ο καναπές, δεν είναι ο συνηθισμένος «του χωριού», αλλά είναι αυτός «της οικίας Βέρρου» που επισκευάσθηκε στην αρχική του μορφή (με μουσαμά και καμπαράδες). Πάνω από τον καναπέ, στον τοίχο έχουν τοποθετηθεί «κάδρα εποχής», κάδρα με αντιπροσωπευτικές λιθογραφίες και φωτογραφίες καθώς και ένα παμπάλαιο κάδρο – με ανάγλυφο βαπόρι κ.α.

Ο πανέμορφος μπουφές, στο επάνω μέρος, έχει δύο πορτάκια με τζάμια και εσωτερικά υπάρχουν ράφια που στολίστηκαν με κεντητά τετράγωνα πετσετάκια – μαντηλάκια, όπου έχουν τοποθετηθεί τα γυαλικά!

Ένα ζευγάρι (ομοίωμα – πανέμορφοι κούκλοι μουσείου) στέκεται στην άκρη της σάλας που ζωντανεύουν το σπιτικό, καλοντυμένοι κι ομορφοστολισμένοι… ο Βρακάς με την Κυρά του.

Στην άλλη πλευρά του τοίχου, έχουν αναρτηθεί οι γκραβούρες/χάρτες του Μουσείου κι ένα πιάτο, αναμνηστικό των γάμων του άλλοτε Βασιλέως Γεωργίου Α’ με την Όλγα (1867). Στο ίδιο σημείο, υπάρχει φωτοαντίγραφο του «διαβατηρίου» του Φραγκίσκου Βέρρου (1921).

Στην άλλη πλευρά, σε μία θυρίδα (εσοχή) του τοίχου, έχουν τοποθετηθεί δύο παλαιά σίδερα (σιδερώματος), αυτό που είναι «συμπαγές» και το άλλο που το «γέμιζαν με κάρβουνα» ενώ γύρω, υπάρχουν διάφορες παλαιές φωτογραφίες του Νησιού μας. Παντού υπάρχουν τοποθετημένα πανέμορφα ασπροκέντια.. στο παράθυρο, μία όμοια καταπληκτική κουρτίνα και στο φεγγίτη της πόρτας, το ασπροκέντι που λέγεται «καφασωτό».

Ακόμη στην αίθουσα αυτή, υπάρχει και μία μικρή συλλογή από χαρτονομίσματα και ένα κέρμα του έτους 1886.

Γ] Πίσω, από τη σάλα, υπάρχει ο χώρος της κουζίνας ! Στη γωνία, η όμορφη πέτρινη καμινάδα (τζάκι) με το μπακιρένιο καζάνι, με τα ξύλα έτοιμα για να ανάψει η φωτιά κι από πάνω, στο ανιώφυλλο (πέτρινο ραφάκι) έχουν τοποθετηθεί διάφορα οικιακά σκεύη (πήλινα) όπως: ο κουργιαλός, το κανάτι, ο λάϊνας και το χάλκινο γουδί,ενώ παραδίπλα, στον τοίχο υπάρχει μία μπακιρένια καραβάνα (ταψί).

Πιο ψηλά, σε πλαίσια, υπάρχει μία μικρή συλλογή από παλαιά κλειδιά διαφόρων μεγεθών καθώς και ένα σιδερένιο συμπαγές βελονάκι πλεξίματος και ένας χάλκινος κόφτης ζύμης (ροδάκι). Πιο πέρα, υπάρχει το «φανάρι» (τσίγκινο ντουλάπι φύλαξης τροφών με σίτα – ψυγείο εποχής), κρεμασμένο με αλυσίδα από την οροφή. Κι από κάτω οι στάμνες. Παραδίπλα στον τοίχο, υπάρχει η ξύλινη πιατοθήκη, με τις χάρτινες δαντέλες στα ράφια της και πολλά πιάτα, τσίγκινα, εμαγιέ, φαγιάνς. Πάνω στην πιατοθήκη ψηλά, έχουν τοποθετηθεί χαρακτηριστικά φαναράκια (που κρατούσαν κάποτε στο χέρι, τη νύχτα, όταν έβγαιναν από το σπίτι τους και πήγαιναν βόλτα ή επίσκεψη (βεγγέρα) και ο σουρφερτάς (τρίπατο μπωλ με ενιαία χειρολαβή)! Παραπέρα υπάρχει και μία ξύλινη ποτηροθήκη με ποτηράκια!

Στο βάθος, ένα τμήμα του τοίχου, ντύθηκε με «κόλλα» (πολύχρωμο χαρτί) και κρεμάστηκαν εκεί όλα τα βοηθητικά κουζινικά: κουτάλες εμαγιέ και από αλουμίνιο, σουρωτήρια, τρίφτες, μία τσίγκινη κουταλοθήκη κ.α. κι από κάτω, το γνωστό επίσης τσίγκινο βρυσάκι με τον υποτυπώδη νεροχύτη και παρακάτω υπάρχει η θέση (θυρίδα) για το αποχετευτικό κουβαδάκι (όπως συνήθως: του μπελτέ -Κύκνος)!

Στον τοίχο κρέμονται διάφορες καταπληκτικές, υφαντές πετσέτες φαγητού, λευκές με κόκκινες υφαντές γιρλάντες και οι απαραίτητες ποδίτσες της νοικοκυράς.

Από την άλλη πλευρά μία μικρή κασέλα με το ντρομιδόφυλλο κι από πάνω το υπάρχον «ντουλάπι τοίχου» με ξύλινο (σαδινιένιο) πορτάκι, βαμμένο στο χρώμα της φάβας ! Σε μια γωνιά, υπάρχει και ένα πήλινο μαγκάλι. Τέλος στην άκρη, υπάρχει το τραπεζάκι της κουζίνας με δυό καρέκλες, στρωμένο με ωραίο υφαντό τραπεζομάντηλο, «καραμελωτό» χρώματος κίτρινου.

Στο κατώι (ισόγειο), ήταν ο βοηθητικός χώρος της κατοικίας λεγόμενος μαγαζές. Εκεί υπάρχουν τρεις αίθουσες -σε ενιαίο χώρο- με ανισοϋψή δάπεδα, χτισμένες με πέτρα, συνδεδεμένες καλλιτεχνικά (αρμολοημένες), με πέτρινους πάγκους, με «καμινάδα» (πέτρινο τζάκι) και ανάμεσα στις δύο αίθουσες υπάρχει ενδιάμεσος ωραίος «βόλτος» (καμάρα). Οι τοίχοι είναι κατάλευκοι – ασβεστωμένοι, με αρκετές καταπλητικές «θυρίδες» (επιτοίχιες μικρές εσοχές) και το δάπεδο στρωμένο με ντόπιες πέτρες, ασβεστωμένες περιμετρικά. Οι οροφές, είναι στο ένα τμήμα με καλάμια και δοκάρια και στο άλλο, όλο με ξύλο και δοκάρια.

Α] Στην πρώτη αίθουσα, έχουν τοποθετηθεί τα αγροτικά εργαλεία, που χρησιμοποιούσαν άλλοτε για τη σκληρή δουλειά στο χωράφι. Μεταξύ άλλων και τα γνωστά – άγνωστα εξάγια (ενετικές μονάδες μέτρησης όγκου σιτηρών) δηλ. τα δοχεία μετρήσεως καρπού που με βάση αυτά, οι παλαιότεροι «μετρούσαν» και τα χωράφια, όταν τα μετεβίβαζαν όπως γράφουν και τα παλαιότερα συμβόλαια! Ακόμη υπάρχουν εργαλεία που χρησιμοποιούντο στο αμπέλι, όπως το μίστατο (επίσης ενετική μονάδα μέτρησης υγρών/κρασιού που σ’ εμάς είναι σιδερένιο) και το χωνί με το σουρωτήρι (προσφορά Άννας Μιχ. Λαρεντζάκη), το κλαδευτήρι, η νταμιτζάνα κ.α

Στο βάθος, υπάρχουν διάφορα πήλινα δοχεία: κιούπια – μπρουνιές και πολλά πήλινα δοχεία (βάζα – τσουκάλια) και στον τοίχο μία ωραία φωτογραφία με τον αξέχαστο μπάρμπα–Γιάννη Μήλα (τελευταίος αγγειοπλάστης).

Παράλληλα, εκτίθενται αντικείμενα από το μαντρί καθώς και εργαλεία και σκεύη, χρήσιμα για την παραγωγή του τυριού αλλά και του μελιού, μέρος από τον εξοπλισμό των υποζυγίων (σαμάρι, μεσιές, γιουλάρι κ.α.) καθώς και αντικείμενα του μαγαζέ (=αποθήκη κατοικίας) και του κελιού (=αγροτόσπιτου), όπως ο λιχνοστάτης, ο πάλος με το δισάκι κρεμασμένο, το καντάρι, η παλάντζα κ.α.), μέσα από τα οποία προβάλλει και προβάλλεται συνολικά, η (άλλοτε) καθημερινή αγροτική ζωή.

Ακόμη εκεί, στον ίδιο χώρο, υπάρχει και ένα ζευγάρι «ξωτάρηδες» (κούκλοι), ντυμένοι με τα καθημερινά τους ενδύματα.

Η όλη διευθέτηση του χώρου, θυμίζει ένα πανέμορφο «σκηνικό» που ξεπροβάλλει από το μακρινό παρελθόν και έγινε με απλά υλικά (με σπάγκους, σκουριασμένες αλυσίδες κ.α.).

 

 

Στη γωνία της αίθουσας, μπαίνοντας στ’ αριστερά, υπάρχει ομορφοφτιαγμένη πέτρινη καμινάδα, μέσα στην οποία έχουν τοποθετηθεί αντικείμενα του κελιού και παραδίπλα ένα τραπεζάκι, με τις πήλινες σκουτέλες, τα κουτάλια «από κέρατο» και παραδίπλα, ένα σιδερένιο μαγκάλι με τσιμπίδα (=σιδερένια λαβή).

 

 

Β] Στην δεύτερη αίθουσα, κυριαρχεί η κρεβαταριά (ή αργαλειός όπως λέγεται αλλού) με τα υφαντά, καθώς και τα απαραίτητα εξαρτήματα για την «κατασκευή» της κλωστής από το μαλλί του ζώου, όπως, το λονάρι, το δοξάρι, ο κλωστής, η ρόκα, το αδράχτι με το σφοντύλι.

Γ] Στην τρίτη αίθουσα, περιμετρικά και καλαίσθητα στους τοίχους έχουν «αναρτηθεί» πάνω σε πλαίσια, πλεκτά ανδρικά εσώρουχα (φανέλες, ζωνάρια και τσουράπια), πλεκτές ανδρικές ζακέτες (σακάκια), γιακαλί και υφαντά πουκάμισα (της κρεβαταριάς). Από την άλλη πλευρά, τα υφαντά που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες στο θερισμό, για προστασία τους από τον ήλιο – αφού τότε οι όμορφες, έπρεπε να είναι κατάλευκες – (όπως: οι μποξάδες, οι κουκούλες, τα χερώτια, οι κουτελίτες, τα φακιόλια).

 

Ενδιάμεσα στα πλεκτά και στα υφαντά, έχουν τοποθετηθεί μεγάλα παλαιά κάδρα με ωραιότατους «βρακάδες», διαφόρων εποχών. Υπάρχουν τέλος και άλλα εργαλεία της υφαντικής όπως η ανέμη με τη σβία.

Σε μία θυρίδα (εσοχή) του τοίχου, έχουν τοποθετηθεί τα χαρακτηριστικά του τόπου μας, ομορφοφτιαγμένα «τσαρούχια», σε όλα τα μεγέθη και είδη (ανδρικά γυναικεία και παιδικά) με το κόκκινο πανώδερμα και σόλα από «ελαστικό αυτοκινήτου/ρόδα» κι ένα ζευγάρι μαύρα (που φορούσαν οι πενθούντες), ανάμεσά τους δε, η φωτογραφία του τελευταίου μάστορα – κατασκευαστή – σανδαλοποιού: Βασάλου Γονιδάκη.