Τοπικό γλωσσάρι (ντοπιολαλιά)
Το οποίο αντλήθηκε από τα υπό έκδοση κείμενα του Γιώργου Λαρεντζάκη (Καϊντιέρη), καθώς και από το γλωσσάρι που παρατίθεται στο τέλος του έργου του Γιώργη Βενετούλια «Παραμύθια της Κύθνου» (Α’ έκδοση, 1995, Έκδοση Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου, Αθήνα), τα λήμματα του οποίου σημειώνονται με αστερίσκο.
Α
*Α να βράσεις: α να χαθείς (ιδιώμ. έκφρ.)
*Άβαζος -η -ο: ανέτοιμος, απροετοίμαστος
Άγανα: Τα μουστάκια του κριθαριού, του σιταριού
Αγιάζι: Ψύχρα, παγωνιά
Αγκαλιά: Θερισμένα στάχια, τόσα όσα χωρούν σε μια αγκαλιά
*Αγκορίτσα, η: ο καρπός (και το αγκάθι) της αγκοριτσιάς (βλ. λέξη)
*Αγκορτσιά, η: αγριαχλαδιά
Αγκρεμνός: Γκρεμός, βράχος
*Αγκυλωτός -η -ο: γαμψός
Αγούδουρας (ο): Μαλακόφυλλο φυτό που ανθίζει το καλοκαίρι στους κάμπους
Αγωγιάτης: Συνοδός ζώου κατά τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων με τα ζώα
Αερικό: Ξωτικό σαν τεράστιος ανεμοστρόβιλος
Αηλάδα: Η αγελάδα
Αθρίμπι: Μυρωδάτος αυτοφυής θάμνος, σαν ήμερο θυμάρι
*Άκλερος -η -ο: άτεκνος
*(α)κλουθώ: ακολουθώ
Ακονιζιός: Υδρόφιλο φυτό, με έντονη χαρακτηριστική μυρωδιά και κολλώδη χυμό
*(α)κουμπώ: τοποθετώ
Αλαργεύω: Απομακρύνομαι, φεύγω μακριά, φεύγω αλάργα
Αλαφιασμένος: Σαστισμένος, τρομαγμένος
Αλιαριά: Αλι(γ)αριά, λυγαριά
Αλόζι: Αναπαυτικό κρεβάτι, στρώση
*Άμοιρος -η -ο: αυτός που δεν παντρεύτηκε
*Αμολάρω (και αμολώ): αφήνω
*Αμολιέμαι: αφήνομαι, τρέχω
Αμουρούζα: Η αγαπητικιά, η γκόμενα
Αμπατή: Χτιστή πέτρινη κωνική είσοδος στο χωράφι, στη ξερολιθιά
Ανάστροφα: Ανάποδα, αντίθετα, αντίστροφα
Ανεμοσκονίζω: Τα σκορπώ όλα στον αέρα, τα κάνω λίμπα
Ανερούσα: Το σημείο επαφής της αμμουδιάς με το κύμα
*Ανοίω – ανοιώ: αγοίγω
*Αντάμα: μαζί
*(α)παντώ: συναντώ
*Απόδαλο, το: ήχος βήματος, ίχνος ποδιού
Αποστελάρης: Άνθρωπος με τον οποίον αποστέλλω κάτι σε κάποιον άλλο, μεταφορέας
*Αρμηνειά, η: συμβουλή
*Αρμηνεύω: συμβουλεύω
*Αρπώ: αρπάζω
*Αρρεβώνα, η: βέρα, αρραβώνας
Άτζουρας: Πλατιές και λεπτές πέτρες, τοποθετημένες κάθετα, κυκλικά, περιφερειακά στο αλώνι
Αντάρα: Συννεφιά, σκοτεινιά
Αντάριασε (o ουρανός): Συννέφιασε, σκοτείνιασε
Αντιμάμαλο: Μεγάλο αναστρεφόμενο κύμα στα βράχια, (μεταφορικά: Η κακοκαιρία)
Αντρομιδόφυλλο (αντρομίδα): Υφαντό πολύχρωμο κιλίμι με σχέδια (ξόμπλια) και κρόσσια στα άκρα, από μαλλί κατσίκας. Στρώνεται κυρίως πάνω στις κασέλες, αλλά και στο πάτωμα
Άξαχας: Άσπρη πορσελάνινη πέτρα των χωραφιών
Απάχης: Αντρική αποκριάτικη ενδυμασία, τύπου παλιού μάγκα
Απέ: Έπειτα
Απίδαλας: Μικρό, λευκό σκουληκάκι του τυριού
Απλωταριά: στρώση στο έδαφος με θάμνους για το άπλωμα και λιάσιμο των σύκων
Αποκαμωμένος: Ταλαιπωρημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος
Αποσταμένα : Ταλαιπωρημένα, κουρασμένα, μπαϊλντισμένα
Αρδικοπός: Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής
Αρχεύω: Αρχίζω, αρχινώ
Ασκιβή: Ακανθώδης αυτοφυής θάμνος, φρύγανο, αφάνα
Αυγατίζω: Προχωρώ τη δουλειά, επιταχύνω
*Αυτού: εκεί
Αφουγκράζομαι: Ακούω με προσοχή ψίθυρους, ήχους
Αχός: Απαλός ήχος, απόηχος
*Αψά: νωρίς, γρήγορα
Β
*Βαγιολίζω: φροντίζω, περιποιούμαι
Βακέτα: Κατασκευασμένος από δέρμα μοσχαριού (αφορά στο δέρμα για τα ντόπια τσαρούχια)
Βαρθαλαμίδι: Ειδική ξύλινη θήκη με καπάκι, εσωτερικά στην κασέλα, για τοποθέτηση πολύτιμων μικρών αντικειμένων, χρημάτων, εγγράφων
*Βαριεστώ: αποκάμνω, βαριέμαι
*Βαρυγκομώ: δυσανασχετώ
*Βαστώ: αντέχω, κρατώ
Βεγγέρα: Βραδινή επίσκεψη σε συγγενικό, γειτονικό, φιλικό σπίτι
Βέστα: Υφαντή γυναικεία μακριά, φαρδιά φούστα
Βίτσα: Βέργα, λεπτό ραβδί
*Βλάμης, ο: φίλος
Βλοάτε: Ευλογάτε, ευλογείτε
*Βούδι, το: βόδι
Βουδιά (η): Αποξηραμένη κοπριά βοδιού, για το κάπνισμα/ημέρωμα των μελισσών
Βρούτσα: Η βούρτσα
Γ
Γάδαρος: Γαϊδούρι, γάιδαρος
Γαδρόμαντρα: Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής, Γαϊδουρόμαντρα
Γαλαχτιά: Άσπρος σαν το γάλα, γαλακτερός (μεταφορικά: καιρός προς το χιονιά)
*Γαταρίδι, το: μεγάλη γάτα
*Γδυμνός -ή -ό: γυμνός
Γέβεντο: Άσχημο, σίχαμα
*Γέννημα, το: καρπός δημητριακών
Γερανιό: Χρώμα σκούρο μπλε, που μπλαβίζει
Γιακαλί: Πολύ χοντρό υφαντό αντρικό μαύρο μάλλινο γιλέκο με ένα χρυσό ή ασημί κουμπί
*Γιαλινός, ο: Ιούλιος
Γιαλιτσάδα: Πολύ λαμπερό χρώμα, χρώμα που γυαλίζει, γυαλάδα
*Γιάνω: θεραπεύω, θεραπεύομαι
Γιατρέσα: Γιατρίνα
*Γιοκαράκι, το : χαϊδευτικό του “γιόκας”
Γιόμα: Απόγευμα
Γιορντάμια (τα): Κόλπα, σκέρτσα
*Γιουργιάρω: επιτίθεμαι
*Γκούσα, η: στεναχώρια
*Γκρεμνά, τα: βραχώδεις και δύσβατοι τόποι
*Γκρίφια, τα: πετρώδη εδάφη, κατσάβραχα
*Γλήορα: γρήγορα
Γλίνα: Ζωικό βούτυρο από χοιρινό λίπος
Γλυκάδι: Τοπική ονομασία του όξους, το ξύδι
*Γνέφω: κάνω νόημα
*Γνώρα, η: γνωριμία (βλ. δώνω γνώρα)
*Γομάρι, το: δεμάτι από φρύγανα
Γορδέλα: Η κορδέλα
*Γουλούζης, -α -ικο: φαγάς, κοιλιόδουλος
Γούργουλας: Πήλινο μεσαίο κανάτι νερού, με στενό λαιμό και ένα χέρι (αυτί)
Γυαλινός: Ο μήνας Ιούλιος
*Γυμνάσιο, το: φάρσα, δοκιμασία
Γύφτικο: Λαϊκή ονομασία του μηχανουργείου, του σιδεράδικου
*Γύφτος, ο: σιδηρουργός
Δ
Δαύτο: Ετούτο, αυτό εδώ
*Δεντρό, το: καρποφόρο δέντρο
*Δένω: ωριμάζω
*Διακονιάρης -α -ικο: ζητιάνος
Δικριάνι: Εργαλείο αλωνισμού με τέσσερις ακίδες (χαλιά) για το λίχνισμα, το δίκρανο
Διπλέρι: Τοπικό χειροποίητο μελισσοκέρι, διπλωμένο στα δυο και συστραμένο
Δίπλες: Πρωτοχρονιάτικο γλύκισμα, τα ξεροτήγανα
*Διπλό πουλί, το: είδος λουλουδιού
Διπλομανταλώνω: Διπλοκλειδώνω
Δισάκι: Υφαντό ταγάρι που κρεμιέται στον ώμο, με δύο θήκες, μπρος και πίσω
Δουλιώ: Δειλιάζω, σκιάζομαι, φοβάμαι
Δροσιό (το): Η δροσιά, η αύρα (ενίοτε και η σκιά)
Δρυμόνι: Τεράστιο κόσκινο, ειδικό για κοσκίνισμα σιτηρών
*Δώμα, το: ταράτσα
*Δώνω γνώρα: γνωστοποιούμαι, συστήνομαι (ιδιωμ. έκφρ.)
*Δώνω και παίρνω: λογομαχώ (ιδιωμ. εκφρ.)
*Δώνω τέλος του κορμιού μου: αντιδρώ έντονα από λύπη ή αγανάκτηση (ιδιωμ. έκφρ.)
*Δώνω της κεφαλής μου: χτυπώ το κεφάλι μου σε ένδειξη μεγάλης στεναχώριας
Ε
*Έγκαρδος, ο: εξάρτημα του αργαλειού
Έρμο: Έρημο
Ετουτηδά: Ετούτη εδώ
Ζ
*Ζάβαλος -η -ο: κακόμοιρος, καημένος
*Ζευγαρίζω (ή: κάμω ζευγάρι): οργώνω
Ζη (της μέρας): Στο ζενίθ της μέρας, καταμεσήμερο
Ζία (η): Ζευγάρι μουσικών οργάνων, βιολί και λαούτο μαζί
*Ζίκα, η: κατσίκα
*Ζιμάρι, το: σμάρι, σμήνος μελισσών
*Ζο, το: ζώο
*Ζυγώνω: πλησιάζω, έρχομαι κοντά
Η
Ηλεκτρική (η): Τοπικός Σταθμός με ντιζελο-γεννήτρια για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος
Θ
*Θεμωνιά, η: θημωνιά, σωρός από δέματα σταχυών
Θεριστής: Ο μήνας Ιούνιος, ο μήνας του θερισμού
Θερμιά: Κοινή (λαϊκή) ονομασία της Κύθνου, λόγω των θερμών πηγών της
Θέρος (το): Ο θερισμός των σταχιών
Θράψη: Θερμοκρασιακές συνθήκες κατά τις οποίες θρυμματίζονται εύκολα τα στάχια στο αλώνισμα
Θυμιατό (τρύγου): Πήλινο σκεύος με μπροστινό στόμιο και οπίσθιο εξαερισμό για τις μέλισσες
Ι
΄Ιδρως: Ιδρώτας
΄Ιντα: Τι
Ισιόβολα: Ίσια, ομαλά
*Ίσκιος, ο: κατοπτρισμός, φάντασμα
Κ
*Καβαλίνα, η: κοπριά γαϊδουρομούλαρων και αλόγων
Καγιά: Μεγάλη πέτρα, η πέτρα
*Καζάντια, η: πλουτισμός
*Καζαντώ: πλουτίζω
*Καίγομαι του νερού μου: διψώ (ιδιωμ. έκφρ.)
Καλά (τα): Τα προικιά του γάμου
*Καλαμίδι, το: καλάμι ψαρέματος
Καλντερίμι: Στενό πλακόστρωτο σοκάκι
Καλόερος: Είδος παιδικού παιχνιδιού με πέτρινη αμάδα, το κουτσό
Καλούδια: Κεραστικά, τραταμέντα
Καλυβάρα: Πέτρινο σπίτι στο χωράφι, αγροικία
*Καμινάδα, η: τζάκι
*Κάμω ‘ξω νου: απομακρύνω θλιβερές σκέψεις (ιδιωμ. έκφρ.)
*Κάνε: τουλάχιστον, καθόλου
Καντζουρίδα: Ξύλινος ή μεταλλικός γάντζος για το στράγγισμα του τυριού
Καντηλέρι: Είδος μικρού λύχνου
*Καντούνι, το: γωνιά, κόγχη
Κάπασος: Άνοιγμα στο δώμα του κελιού, που σκεπάζονταν με πέτρα και χώμα, από το οποίον άνοιγμα τοποθετούσαν τα άχυρα και τον καρπό (κριθάρι) μέσα στο κελί
Καρβατζίκα: Υφαντό μονό ταγάρι με κορδόνια που κρεμιέται στην πλάτη
*Κασαβέτι, το: θλίψη, μαράζι
Καστανιά: Ξύλινο στρογγυλό δοχείο (μπωλ) από ξύλο καστανιάς με καπάκι (με πούμα)
Κατασάμαρα: Καταπάνω στο σαμάρι κι όχι στα πλαϊνά του
Καταστέϊ: Στέγαστρο στο σοκάκι (καμάρα), ανάμεσα σε δύο απέναντι σπίτια
*Κατελύω: λιώνω, φθείρω
Κατζηλασβέστης: Μεγάλη φτερωτή, χνουδωτή πεταλούδα της νύχτας
Κασαλιά (η): Ο σκελετός
*Κατσούλα, η: γάτα
*Κατσούλι, το: γατάκι
Κατσουρέλης: Ωδικό μικρό πουλί με λοφίο, κορυδαλλός, κατσουλιέρης
Κατωμεριά: Ονομασία όλης της νότιας μεριάς του νησιού
Καφάσι (της πόρτας): Το επάνω μέρος της ξύλινης εξώπορτας που σχημάτιζε περβάζι
Καφενές (ο): Το καφενείο
Κάψη (η): Καλοκαιριάτικη μεσημεριανή ζέστη, αφόρητη ζέστη
*Καψώνω: ζεσταίνομαι
*Κάωμα, το: κάμωμα, ζημιά, κακό, συζυγική απιστία
*Καωματού, η: αυτή που κάνει καμώματα, συζυγικές απιστίες
Καωμένα: Καμωμένα, γινωμένα, ώριμα
Κειδά: Εκεί πέρα, εκεί
Κέλα (η): Πρόχειρο σπιτάκι για το γουρούνι
Κελαρικό: Κελί, δωμάτιο δίπλα σε ξωκλήσι
Κελί: Πέτρινο δωμάτιο στο χωράφι για αποθήκευση, (ενίοτε και αγροικία)
Κηπάρι: Μικρός κήπος, μικρό περιβόλι
*Κινώ: ξεκινώ
*Κλείω – κλειώ: κλείνω
*Κλησάρα, η: κρησάρα, κόσκινο
Κλώνος: Κλωστή, καμωμένη με συστροφή από πολλές λεπτότερες ίνες
*Κόβω: τρέχω
Κογιενάρω: Ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω, πικάρω
*Κοϊντίζω: πειράζω, ενοχλώ
*Κοκαλιά, η: κουκούτσι
*Κολάι, το: τρόπος, ευκολία
Κομό (το) : Έπιπλο με πολλά συρτάρια και μαρμαρένια πλάκα στην επάνω μεριά
Κόνταλα: Μεγάλα κομμάτια άχυρων, που ξεχώριζαν από το κριθάρι κατά το αλώνισμα και το σώριασμα του καρπού
Κόντεμα: Κοντό σχοινί, μικρό κομμάτι σχοινιού
*Κοπάνι, το (ή κόπανος, ο): ξύλο κοπανίσματος ρούχων
Κοράκι: Μάνταλο πόρτας, πόμολο
Κόρφος: Το στήθος, το στέρνο
Κοσάρικο: Εικοσάρικο, κέρμα αξίας είκοσι δραχμών
*Κότσος, ο: αρσενική πέρδικα
Κούκος: Μαύρο γούνινο αντρικό καπέλο χωρίς γείσο, αντρικός σκούφος από γούνα κουναβιού
Κουκούλα: Υφασμάτινο (από ποπλίνα) γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής με γείσο, με υφασμάτινη προέκταση στο σβέρκο
*Κουλούκι, το: σκυλάκι
Κουλουμουρδιάζομαι: Μπερδεύονται κάπου τα πόδια μου και πέφτω κάτω, μπουρδουκλώνομαι
Κουμάντα (τα): Τα απαραίτητα εργαλεία, φαγητά, για συγκεκριμένη εργασία
Κουμούλι (κουμουλάδα): Σωρός από πέτρες. (Μεταφορικά: Σωρός-κουβάρι)
*Κουμπανία, η: παρέα, συντροφιά
*Κουνάλι, το: μαραμένο, ξερό σύκο
Κουνάλια (τα): Το μάζεμα και λιάσιμο των μαραμένων σύκων από τις συκιές
*Κούναρης, ο: ζωηρό, άτακτο παιδί
*Κουντουνάκι, το: κουδουνάκι
Κουντούνι: Το κουδούνι
*Κουντούρης -α -ικο: κολοβός, αυτός που έχει κομμένη ουρά
*Κουντώ: σκουντώ, πειράζω
Κουράδι: Στυμμένη και συμπιεσμένη με το χέρι κηρήθρα, απ’ την οποία έφτιαχναν το ντόπιο κερί
Κουργιαλός: Μικρό πήλινο δοχείο, αλειφωτό, χρωματιστό, με μικρό στένωμα στο χείλος και ημικυκλική πήλινη χειρολαβή, για μεταφορά γάλατος σε γνωστά σπίτια, ως δώρο, κέρασμα, πεσκέσι.
Κουρκουνιά: Πήλινο μεσαίο λαγήνι με στενό λαιμό, με δυο χειρολαβές (αυτιά)
Κουρούπι: Μεγάλο και φαρδύ πλατύστομο κιούπι
Κουροψαλίδα: Μεγάλο ψαλίδι, ειδικό για το κούρεμα των μαλλιών των αιγοπροβάτων
*Κουσελεύω: κουτσομπολεύω
*Κουσέλι, το: κουτσομπολιό
Κουσέλια (τα): Κουτσομπολιά
*Κουσουρεμένος -η -ο: αυτός που έχει κουσούρι
*Κουσούρι, το: σωματικό ή πνευματικό μειονέκτημα
Κουστωδία (η): Ομάδα, σύνολο ατόμων
Κουτελίτης: Ορθογωνικό λευκό ύφασμα, τοποθετούμενο στο μέτωπο των γυναικών, για προστασία από τον ήλιο κατά το θερισμό. Δένεται με κλώνο στο κεφάλι
Κούφωμα (τα κάνω): Χωρίς αίσιο αποτέλεσμα, χωρίς επιτυχία, αποτυγχάνω
Κόφα (η): Είδος μεγάλου κοφινιού με δυο χειρολαβές π.χ. για μεταφορά σταφυλιών
*Κράος, το: κρύο, παγωνιά
Κρεβαταριά: Ξύλινος αργαλειός για ύφανση
Κρικέλι: Μικρός ξύλινος κρίκος (θηλιά) στην άκρη του σχοινιού (στο κόντεμα)
Κυπάρι: Ημισφαιρικά διαμορφωμένο καλούπι από συμπαγές κερί μελισσών
*Κωλοπετσωμένος -η -ο: καπάτσος
Κώλος (του κελιού): Το οπίσθιο, το πίσω μέρος του κελιού
Κωροφύλακας: Ο χωροφύλακας, ο αστυνόμος
Λ
Λαγγονή: Κλειστή και απόκρυφη γωνιά στο χωράφι
Λάηνας: Πήλινο μεσαίο λαγήνι με πλατύ στόμιο και δύο χειρολαβές (αυτιά)
*Λαός, ο: λαγός
*Λαρδί, το: παστό κρέας χοίρου
*Λειτρου(γ)ιά, η: λειτουργία εκκλησιαστική
Λειψός: Ελλιπής, μισός, λίγος, ανεπαρκής
Λιανός: Ισχνός, αδύνατος
*Λιμαστά, τα: λιτά φαγητά (χρησιμοποιείται και ως επίρρημα: πχ έφαγε λιμαστά)
*Λιμπίζομαι: επιθυμώ έντονα
Λιοθυμώ: Χάνω τις αισθήσεις μου, λιγοθυμώ
Λουμί: Τρυφερό και μακρύ κλαδί δέντρου
Λούτζα: Χοιρινό κρέας, διατηρημένο σε άλμη μέσα στη μπρουνιά
*Λύθι, το: μικρό, άγουρο σύκο
Μ
Μαβί: Το μολυβί χρώμα, σκούρο γκρι
Μαγαζέ (το): Πρόχειρο δωμάτιο, αποθήκη
Μάγγανο: Ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για τη σύνθλιψη σταφυλιών στον τρύγο
Μαγιοκουλούρα: Μεγάλη κρίθινη κουλούρα-παξιμάδι, φτιαγμένη τη Λαμπρή
Μαγκάλι: Πήλινο σκεύος για κάρβουνα, για τη θέρμανση χώρων
Μάης (Ο): Μακρόσυρτο αυτοσχέδιο ντόπιο τραγούδι, με αναφορές στο μήνα Μάη
*Μαϊνάρω: εξασθενώ
Μακελεύομαι: Τραυματίζομαι, πληγώνομαι
Μαλαγκονιάζω (στο κλάμα): Εξαντλούμαι από το κλάμα, καταρρέω
*Μάλε: πολύ (χρησιμοποιείται και στη θέση αντωνυμίας π.χ. μάλε άνθρωποι πολλοί άνθρωποι)
*Μάνι μάνι: γρήγορα, με ταχύτητα
*Μάνιτας, ο: μανιτάρι
Μαντάτο: Νέο, είδηση
Μαντήλι (του Μαγιού): Χοντρό, λευκό υφαντό βαμβακερό μαντήλι για το κεφάλι γυναικών
*Μάντρα, η: χτίσμα στέγασης γιδοπροβάτων
Μαουλίκα: Ειδικό μαντήλι που τοποθετούσαν οι άντρες στο πίσω μέρος του καπέλου τους, για προστασία του σβέρκου και του προσώπου από τον ήλιο.
*Μαργώνω: κρυώνω, ξεπαγιάζω
Μασαρεύω (τα πράματα): Τακτοποιώ τα ζώα, περιποιούμαι τα ζώα
Ματζαδούρα: Ταΐστρα ζώων, το παχνί
Ματιές (του χοίρου): Το παχύ έντερο του χοίρου, διατηρημένο σε άλμη
Μαυροτσούκαλο: Μαύρος σαν καπνισμένο τσουκάλι.
Μέρουλας: Μεγαλόσωμο μαύρο ωδικό πουλί, είδος πετροκότσυφα
Μεσισκλιάζω: Τεμαχίζω κατάλληλα το κρέας του σφαχτού (του γουρουνιού)
*Μηνώ: στέλνω μήνυμα ή παραγγελία
Μιάδι: Μιγάδι, μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, το σιτάρι
Μόδι: Μονάδα μέτρησης σιτηρών, μάλλον Τούρκικης προέλευσης
*Μοιραίνω: καθορίζω τη μοίρα
*Μόλος, ο: πέτρα
Μονάδι: Μαντρί σε φυσική σπηλιά βράχου με αυλόγυρο από ξερολιθιά
*Μονέδα, η: χρήμα
*Μονιτάρου: γρήγορα
*Μονοβραδιάς: σε μια νύχτα
*Μονώρας: κείνη τη στιγμή, αμέσως, γρήγορα
Μορτοπούλα: Χειμερινοπούλι, είδος κότσυφα
Μόστρα (η): Σε εμφανή και περίοπτη θέση, η βιτρίνα
*Μούζα, η: μαυρίλα, μουντζούρα (μαύρος, μούζα: κατάμαυρος)
Μούζες: Μαυρίλες, μουντζούρες από καπνιά καζανιού
Μουσαφίρης: Επισκέπτης, φιλοξενούμενος
Μούσκαρος: Μασκαράς
Μούτουλο: Τρύπα στη ξερολιθιά, τρύπα στον τοίχο
Μουτσούνα (τρύγου): ειδική μάσκα προσώπου, μισή από πλέγμα-μισή από ύφασμα, για τις μέλισσες
Μουτσουνάρι: Το στόμιο ροής υγρού (σε δοχείο, πηγάδι, πατητήρι)
Μουχρώνει: Την ώρα που σουρουπώνει, που σκοτεινιάζει
Μπαγιάρω: Κερδίζω, νικώ (σε στοίχημα, σε συναγωνισμό)
*Μπαϊρντώ: κουράζομαι, αποκάμνω
Μπαμπακερός: Φτιαγμένος από βαμβάκι, βαμβακερός
Μπαμπερόριζα: Το αρωματικό φυτό αρμπαρόριζα
*Μπάρε μου: λοιπόν, τουλάχιστον
*Μπαρμπουλήθρα, η: φουσκάλα
*Μπελίτσης, ο: παλαβός, ηλίθιος
Μπέρτα (η): Πλεχτή μαύρη γυναικεία εσάρπα για τους ώμους
*Μπήζω: μπήγω, τσιμπάω
Μπιτίζω: Τελειώνω τη δουλειά, αποπερατώνω
*Μπόλια, η: κεφαλομάντηλο επίσημης φορεσιάς
Μποξάς: Υφαντό χοντρό γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής, στο γερανιό χρώμα
*Μπουκουνιά, η: μπουκιά
Μπούκωμα: Δυο μπουκιές για πρωινό, πριν πάνε να θερίσουν
Μπούστα (η): Το συρτάρι του τραπεζιού, του κομμού, του μπουφέ
Μπούνια (τα): Μέχρι επάνω, εντελώς γεμάτο, σύγχειλα
Μπροβαίρνω και προβαίρνω: Εμφανίζομαι, παρουσιάζω το πρόσωπο μου
Μπρουνιά: Μεσαίο πήλινο αλειφωτό κιούπι, για τυρί, κρέας, ελιές
Ν
*Νεροκάηκα: δίψασα
*Νέτος –η –ο: λπόθυμος, κουρασμένος, πεθαμένος
Νίβομαι: Πλένω το πρόσωπο μου
Νοτισμένο: Υγρασμένο από το νοτιά
Νταβάς: Αποκριάτικο φαγητό, γεμισμένο κουφάρι κατσικιού σε πήλινη γάστρα
Νταϊντίζω (και νταϊντώ): Υπομένω, ανέχομαι, υποφέρω
Ντάλα: Στο κατακόρυφο, στο έπακρο, στο ζενίθ
*Ντάμι, το: χτίσμα που στεγάζει μεγάλα ζώα
Ντανόβικα: Τα καινούρια, τα πρωτοφόρετα ρούχα
Νταντουλίζομαι (δεν): Δεν κουνιέμαι από τη θέση μου, δεν μετακινούμαι
*Ντελίνι, το: ψηλός κι αδύνατος
Ντιριέμαι: Διστάζω, δειλιάζω
Ντουβάρι: Τοίχος χτισμένος με πέτρες
*Ντουμπί, το: ξυλοδαρμός
*Ντουράρω: αντέχω, βαστώ
Ντρίλια (η): Μουσικός όρος, ειδική πενιά με μουσικό όργανο
Ντρίλινο (παντελόνι): Παντελόνι φτιαγμένο από ευτελές και φτηνό ύφασμα (το ντρίλι)
*Νυχτέρι, το: νυχτερινή εργασία
Νυχτόμπολα: Βαμβακερή πολύχρωμη υφαντή πετσέτα με κρόσσια, για το τύλιγμα και μεταφορά του άρτου στα πανηγύρια (σε αποχρώσεις του άσπρου ή κίτρινου)
*Νυχτοπάτης, ο: νυχτόβιος κλέφτης, κακοποιός της νύχτας
Ξ
Ξάϊ: Μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με οριζόντια διαμετρική χειρολαβή και κάθετο εσωτερικό υποστήριγμα, για τη μέτρηση βάρους σιτηρών (40 οκάδες)
Ξαμολιέμαι: Αμολιέμαι, φεύγω και τρέχω γρήγορα
*Ξανοί(γ)ω: κοιτάζω, θωρώ
Ξαρέσκιο: Κάτι το εξαιρετικό, το εκλεκτό
*Ξεμουστίζω: βγάζω το ζουμί καρπού
Ξενηστικωμένος: Παντελώς νηστικός, θεονήστικος
*Ξενοκάνω (το): απατώ τον (την) σύζυγο (ιδιωμ. έκφρ.)
Ξενόφαντος: Ο καταγόμενος από άλλο μέρος, ξενόφερτος, ξένος
Ξεπεζεύω: Φτάνω στον προορισμό μου και αποβιβάζομαι από το ζώο
*Ξεπελαΐζω: ανοίγομαι στο πέλαγος
*Ξεπενταριάζομαι: φτωχαίνω, μένω άφραγκος
Ξερακιανός: Ισχνός, αδύνατος
Ξερολιθιά: Τοίχος χτισμένος έντεχνα από ακανόνιστες τοπικές πέτρες
Ξεροτήγανα: Πρωτοχρονιάτικο γλύκισμα, οι δίπλες
Ξεσκολίζω: Τελειώνω το σχολείο
*Ξετελεύω: (απο)τελειώνω, φέρνω σε πέρας
Ξιπιέμαι: Τρομάζω και τινάζομαι από την τρομάρα μου, παραλογιάζω
Ξυλιά (η): Χτύπημα με ξύλο
Ξυλόκαρτσο: Καλαμένιο ή ξύλινο υποστήριγμα βελόνας κατά το πλέξιμο πλεκτού
Ξυνό: Ντόπιο γιαούρτι με όξινη γεύση
*Ξυπνός, -η -ο: έξυπνος
*Ξυφαίνω: φέρνω σε πέρας την ύφανση
Ξωκύλω: Βγαίνω από την πορεία μου, από τον προορισμό μου, ξεστρατίζω
Ξωτάρης: Αγρότης, αυτός που πηγαίνει όξω στα χωράφια
Ο
Ογού: Επιφώνημα έκπληξης, οργής, αγανάκτησης
Ολούθε: Σε όλο το χώρο, παντού
*Οργιά, η: ουρά
Ορδινιά: Καθημερινό κολατσιό των αγροτών στα χωράφια
Ούλοι: Όλοι
Όχτα: Πέτρινος τοίχος στο χωράφι για τη συγκράτηση του χώματος
Π
Πααίνω: Πηγαίνω, πάω
Παδά: Εδωνά, εδώ
Παίρνω (στη κοιλιά): Δεν τα καταφέρνω, αποτυγχάνω
*Παλεύτρα παλεύτρα: πάλη (ιδωμ. έκφρ.)
*Παλιογυναικωσιά, η: κακιά γυναίκα
Πάλος: Κομμάτι ξύλου μπηγμένο στον τοίχο, για χρήση κρεμάστρας
Παπόρι: Βαπόρι, πλοίο
Παραστάθης: Τα πλαϊνά κάθετα στηρίγματα της πόρτας, η κάσα.
Παραστημός: Η εξωτερική πλευρά της σκάλας του χωραφιού
Παραγλιμός: Η εσωτερική πλευρά της σκάλας του χωραφιού
Πατινάδα: Ρομαντική περιπλάνηση στα σοκάκια, με βιολιά και τραγούδια του δρόμου
Πάω του μαλλιού μου: Πηγαίνω χωρίς προορισμό, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω
Πεζούλα: Το πάνω ίσιο μέρος της ξερολιθιάς, από πλατιές πέτρες
Περγάζω: Σκεπάζω με την αξίνα τα αυλάκια του υνιού κατά το όργωμα
Περδικάρι (το): Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής
Περισσός: Αυτός που δεν χρειάζεται, περιττός
Περονιάζω: Νοιώθω το κρύο στο σώμα μου σαν περόνη, κρυώνω πολύ
*Πεσκέσι, το: προσφορά, δώρο
*Πεταλίδα, η: όστρακο των βράχων
*Πεταρίζω: φτερουγίζω
*Πετζαχτάς, ο:ταμείο χρημάτων
Πετούγια: Το πόμολο της πόρτας
Πήλιασμα (του κάπασου): Στεγανοποίηση του κάπασου με πηλό (λάσπη)
*Πιάτσα, η: πλατεία
Πιθόλι: Ο χώρος συγκέντρωσης του μούστου στο πατητήρι
Πιλάλα: Με γρήγορο βήμα, τρεχάλα
Πινακωτή: Ξύλινο σκεύος με πολλές θέσεις, για μεταφορά ωμών ζυμωμένων ψωμιών στο φούρνο
*Πίνω το ζουμί μου: πικραίνομαι, θλίβομαι (ιδιωμ. έκφρ.)
Πιότερο: Περισσότερο
Πιπέρι: Ξερονήσι ανάμεσα Κύθνου και Σερίφου
*Πιργιονάκι, το: πριονάκι
*Πιργιονίζω: πριονίζω
*Πιταρό, το: τυρόπιτα
Πίττες: Πασχαλινές πίττες από ανάλατο τυρί, αυγά, άνηθο (με ή χωρίς ζάχαρη)
Πιτώνομαι: Πιέζομαι, σφίγγομαι
Πλεμόνι: Το πνευμόνι
Πλερώνω: Πληρώνω
*Πνιουργιάζω: πνίγω
*Ποδαρώνω (το): περπατώ, βαδίζω (ιδιωμ. έκφρ.)
Ποδοσίδια (τα): Αποστολή πραγμάτων, φρούτων ή δώρων σε συγγενείς
*Πόθε: από πού
*Πολεμώ: προσπαθώ
Πουλιά (τα): Αρωματικά λουλούδια, οι βιολέτες. Η πουλιά: Το φυτό βιολέτα
Πόλκα: Είδος ζευγαρωτού Ευρωπαϊκού χορού
*Πολληώρα (τα): πριν από λίγο (ιδιωμ. έκφρ.)
Πουπουλιά: Μαλακόφυλλο φυτό, που οι σπόροι του γίνονται λουμίνια για το καντήλι
*Πουργού, η: τρυπάνι χειροκίνητο
Πούντος: Πόντος στο πλέξιμο πλεκτού
Πούσι: Αντάρα, καταχνιά, ομίχλη
Πραμάτισης (της): Ειδική ύφανση σε υφαντό με ποικίλα χρώματα και σχέδια
Πριστώνω: φουσκώνω λόγω ωρίμανσης, ωριμάζω (αφορά στα φρούτα π.χ. σύκα)
*Πριτά: πριν
Προβέντα: Προσφορά κρέατος από το σφαχτό (χοιρινό) σε συγγενή, σε φίλο κ.λ.π
*Προυκί, το: προικιό
Προσώρας: Για τούτη την ώρα, προσωρινά
*Πυργιάζω: κλωσώ, ζεσταίνω τα αυγά
*Πυρώνομαι: ζεσταίνομαι
Ρ
Ρασέντονα (τα): Γενικά τα μάλλινα υφαντά κλινοσκεπάσματα
Ρασεντονιά: Υφαντό κλινοσκέπασμα από λάγιο (ασπρόμαυρο) μαλλί προβάτου
Ρετσέλι: Σκοτεινιά με παγωνιά και αέρα, κακοκαιρία
Ριβάρω: Φθάνω στον προορισμό μου, καταφθάνω
Ριμάδες: Ριμάτες, δίστιχα αυτοσχέδια τραγούδια, μαντινάδες
Ρόα (η) : Ρό(γ)α από σταφύλι, αλλά και η μεγάλη αράχνη των αγρών
Ρογώνω: φουσκώνω από το νερό της βροχής (αφορά στο χώμα, στο χωράφι)
Ρουδιά: Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής μεταξύ χωριού και Κανάλας, η Ροδιά
Ρούμπα (η): Η συνολική μετακόμιση από το ένα χωράφι στο άλλο, με όλα τα ζώα και όλα τα απαραίτητα υπάρχοντα, εργαλεία, τρόφιμα κ.λ.π., αποσκευές
Σ
Σαβόρι: Σάλτσα ψαριών, με λάδι, ξύδι, αλεύρι, σκόρδο και δεντρολίβανο
*Σαΐτα, η: βέλος
*Σάκος, ο: πουκάμισο γυναικείο
*Σάλιακας, ο: σαλιγκάρι
Σαλβαράς: Αντρική ενδυμασία Τούρκικης προέλευσης, με βράκα, ζωνάρι, γιλέκο και φέσι
Σαλιέρος: Αειθαλές δέντρο με ίσια λεπτά κλαριά και μικρά φύλλα, είδος ιτιάς
Σαούνι: Το σαγόνι
Σάρακας (ο): Το σαράκι
*Σαρακιασμένος -η -ο: αρρωστημένος καρπός
Σαρταίνω: Πηδάω, πηδώ
*Σάρτος, ο: πήδημα, άλμα
*Σβία, η: στροφείο που τυλίγει το νήμα
Σελωτά: Κάθομαι στη σέλα ή στη ράχη του αλόγου με ανοιχτά πόδια, όχι σε σαμάρι
*Σερνικός -ή -ό: αρσενικός
Σερφοπούλα: Ξερονήσι ανάμεσα Κύθνου και Σερίφου, η Σεριφοπούλα
Σιάζω: Φτιάχνω, τακτοποιώ, ισιώνω
Σίγανο: Σιγανός, απαλός και ανάλαφρος κυματισμός της θάλασσας
*Σιουδιά, η: σιωπή, τσιμουδιά (δε βγάνω σιουδιά σωπαίνω ιδιωμ. έκφρ.)
Σκάλες: Διαμορφωμένα ισώματα στις πλαγιές των χωραφιών για καλλιέργεια, αναβαθμίδες
Σκαμπανεβάζω: Ανεβοκατεβαίνω, τραμπαλίζομαι
Σκατζιά (η): Απότομος βράχος με αιχμηρές πέτρες
Σκεπασταριά (η): Μεγάλο πλατύστομο κιούπι, με σκέπασμα (με πώμα)
Σκεπό (μέρος): Υπήνεμο (μέρος), μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας
Σκληβό (ψωμί): Μπαγιάτικο, σκληρό ψωμί
Σκλήθρα (η): Μικρή ακίδα από ξύλο ή αγκάθι που μπήγεται στο σώμα (π.χ. στο πόδι, χέρι)
Σκόλη: Σχόλη, αργία, ημέρα γιορτής
Σκολίμπροι (οι): Τοπωνύμιο αγροτικής περιοχής, μεταξύ χωριού και Μέριχα
*Σκουλί, το: τσουλούφι μαλλιών
Σκούρα (τα βλέπω): Τα βλέπω δύσκολα
Σκουρδουλιά: Αυτοφυές φυτό με ρίζα βολβό, ο ασφόδελος
Σκουτέλα: Ντόπια πήλινη κούπα, διαφόρων μεγεθών
*Σκουτελικό, το: πήλινη κούπα που περιέχει φαγητό
*Σκρόπιος, ο: σκόρπιος, σκορπιός
*Σκροπώ: σκορπίζω
Σκύβαλα (τα): Άχυρα μαζί με μερικά σπυριά κριθάρι, που ξεχώριζαν κατά το σώριασμα του καρπού στο αλώνι
*Σκυλαρίδι, το: μεγαλόσωμος σκύλος
*Σκω: σκάω, πεθαίνω
*Σούγλα, η: σούβλα
Σούμα (σουμάδα): Είδος τοπικού τσίπουρου
Σούπιτος: Γρήγορος, σβέλτος, ταχύς, άμεσος (Ιταλικής προέλευσης)
*Σουραύλι, το: (ή σούραυλος, ο) φλογέρα
Σούστα: Είδος ομαδικού χορού
Σουφερτάς: Πολλαπλό σκεύος (πολλά μεταλλικά, απανωτά μπωλ μαζί, σε ενιαία βάση)
Σπαθίζω: Διασχίζω τον αέρα σαν σπαθί
Σπαρθόπουλα: Τα κίτρινα λουλούδια του σπάρτου, σπαρτόπουλα
Σταυράγκαθα: Αυτοφυή μικρά αγκάθια, με κόκκινο χυμό
Στεφάνες: Μεγάλα απόκρημνα βράχια στις κορυφές των βουνών
*Στεφάνωση, η: γάμος
Στιμάρω: Σημαδεύω για να πετύχω το στόχο
*Στομαρίδι, το: μεγάλο στόμα
Στουπίδα: Ψιλό και πολύ πυκνό χιόνι
Στραβώνει (με) : Με τυφλώνει, με θαμπώνει
Στραπούντα: Τεράστιος υφαντός σάκος από μαλλί κατσίκας
Στράφι (πήγε): Πήγε χαμένο, πήγε χαράμι
*Στρέφω – στρέφομαι: επιστρέφω
Στρίνα (η): Πρωτοχρονιάτικα δώρα του Νονού στα βαφτιστήρια
Στρόφος: Δυνατός πόνος στη κοιλιά από δυσφορία
Στρούγγα: Η κάθε είσοδος (πόρτα) στο μαντρί
Στρούμπος: Βρασμένο πλιγούρι (πρωτοχρονιάτικο έθιμο)
Στρώση: Πρόχειρο κρεβάτι, το κρεβάτι
*Στυλώνομαι: δυναμώνομαι, στέκομαι
Συγκάθουρα: Υπολείμματα, κατακάθια
Σύγλινο: Καβουρντισμένο κρέας, διατηρημένο μέσα σε βούτυρο ή λίπος
Συμπεθέρο (το): Ομαδικός χορός των συμπεθέρων στο τέλειωμα του γάμου
Συμπράγκαλα: Τα απαραίτητα, τα χρειαζούμενα εργαλεία, εφόδια
Συνεμπάζω: Μεταφέρω με το δικριάνι τα στάχια, από την άκρη του αλωνιού προς το κέντρο του
Σύνεργα: Σύνολο απαραίτητων εργαλείων
Συνοπαίρνω: Παίρνω ένα μέρος του φορτίου από τον άλλον, τον βοηθώ
*Συνοπαντώ: συναντώ
*Συντρόφισσα, η: φιλενάδα
Συρμός: Ιχνηλατημένο με τα πόδια μονοπάτι μέσα στο χωράφι
*Σφαές, οι: οξύτατοι πόνοι
*Σφαλώ: σφαλίζω, κλείνω
Σφέτζα (ψωμιού): Φέτα (ψωμιού)
Σφουγγάτο: Τοπική τυροκροκέτα με φρέσκο ανάλατο τυρί, αυγό και αλεύρι
*Σφουριά, η: σφύριγμα
Σχολιαρόπαιδα: Τα παιδιά του σχολείου
*Σώνω: τελειώνω
Τ
Ταμαχιάρης: Αυτός που υπερβάλει εαυτόν στη δουλειά, δουλευταράς, προκομμένος
Ταραούρα: Το αποτέλεσμα του ταράγματος στο νερό, θολούρα
Ταφείο: Νεκροταφείο
Τάχατες: Άραγε
Τεζιάκι: Ο ξύλινος πάγκος σερβιρίσματος, στο καφενείο, στην ταβέρνα
Τελετίνι: Κατασκευασμένος από δέρμα κατσικιού ή αρνιού (π.χ. το δέρμα για τα τσαρούχια)
*Τελειωμένος -η -ο: αδύνατος, εξασθενημένος
Τελεύω: Τελειώνω, αποπερατώνω
Τζιρίτι (το): Γρήγορο τρέξιμο
Τζιλαδιά: Πηχτή, κυρίως από γουρουνίσιο κεφάλι
Τζιτζικομάνα: Το τζιτζίκι του καλοκαιριού
*Τουλούμι, το: ασκός
Τρατέρνω (τρατάρω): Κερνώ, φιλεύω
Τραταμέντα (τα): Τα κεραστικά, τα φιλέματα
*Τριβόλι, το: είδος αγκαθιού
*Τσαβίδα, η: αχιβάδα
Τσαδά: Έτσι δα, έτσι
Τσάμπουρο: Το υπόλοιπο του σταφυλιού χωρίς τις ρόγες του, κοτσάνι
Τσαπίδα: Είδος μικρόσωμης τοπικής σαύρας
Τσαρούχια: Τοπικά πέδιλα με σόλα από λάστιχο αυτοκινήτου και από πάνω κόκκινο δέρμα
Τσιγαρίδα: Καβουρντισμένο μικρό κομμάτι χοιρινού κρέατος
Τσικουλάτα (η): Σοκολάτα (ρόφημα)
Τσιμπογιάννης: Το πουλί κοκκινολαίμης
*Τσιτώνω: αντιδρώ έντονα
Τσούρα: Πέταγμα στον αέρα κερμάτων από το νονό στα παιδιά, σε βαφτίσια
Τσουρίζω: Καίω τις εναπομείνασες τρίχες σφαχτού, γουρουνιού, κοτόπουλου
Τσουράπια: Μαύρες, πλεκτές αντρικές κάλτσες, από μαλλί προβάτου
Τσούρμο: Ομάδα, πολλά άτομα μαζί
Τυλιάδι: Τυλιγάδι, ξύλινο όργανο για (τύλιγμα) διαμόρφωση του νήματος σε μπούκλα
*Τυροβόλι, το: μεγάλο κομμάτι τυριού
Τυροζούμι: Ντόπιο χειμωνιάτικο φαγητό με τριμμένο ψωμί, αλμυρό τυρί και βρασμένο νερό
Τυρόλας: Το υγρό στραγγίσματος του τυριού, ο τσίρος
Φ
Φαγιά (τα): Τα φαγητά
Φακιόλι: Τριγωνικό υφαντό λευκό ύφασμα, τοποθετούμενο άνωθεν της μύτης των γυναικών, για προστασία από τον ήλιο κατά το θερισμό. Δένεται με κλώνο στο κεφάλι
Φασόλες: Ξερά φασόλια, η φασολάδα
Φασούλια: Τα μαυρομάτικα φασόλια
Φει (να): Να φύγει
Φιλιότσος / Φιλιότσα: Ο βαφτισιμιός / η βαφτισιμιά
*Φιόρι, το: όμορφος
*Φλοίδι, το: φλούδα, φλοιός φρούτου
*Φόκος, ο: φωτιά
Φουβού (και φουφού, η): Μικρό πήλινο ειδικό σκεύος για ψήσιμο, πήλινη ψησταριά με κάρβουνα
*Φουγιάζω: φωνάζω δυνατά, ουρλιάζω
*Φουγιαχτό, το: δυνατή κραυγή, ουρλιαχτό
*Φουμίζω: φημίζω
*Φουντάνα, η: μεγάλη ποσότητα νερού, πηγή
Φουριόζος: Ο κινούμενος με φούρια, με άτακτη βιασύνη, ο βιαστικός
*Φούσκος, ο: σκαμπίλι
Φούχτα (η): Χούφτα
Φουώνω: Επιπλήττω, μαλώνω
*Φρεγάδα, η: ιστιοφόρο πλοίο
Φρεσκολειμένος: Φρέσκο-ασπρισμένος με ασβέστη
*Φρύανο, το: φρύγανο (αγκαθωτός θάμνος)
*Φτασίδι, το: καλλυντικό
*Φτιασιδώνομαι: καλλωπίζομαι, μακιγιάρομαι
Φυλάκι: Κατεργασμένο δέρμα κατσικιού, τουλούμι, ασκός
*Φυλάω: παραφυλάω, επιτηρώ
Φυλλάδα (η): Αυτοφυές στις ρεματιές φυτό, η πικροδάφνη
Φύουμε (να) : Να φύγουμε
Χ
Χαμπάρια (τα): Νέα, μαντάτα
Χάμω: Κάτω στο έδαφος, καταγής
Χανούμισα: Αποκριάτικη γυναικεία πολύχρωμη ενδυμασία, Τούρκικης προέλευσης
Χαρανί: Πλατύστομο κωνικό μεγάλο καζάνι
Χάρμπα (η): Μακρύ ίσιο ραβδί με αιχμηρό άκρο, για μεταφορά ή τοποθέτηση φρυ(γ)άνων στους φούρνους
*Χασομέρης, ο: αργόσχολος
Χασομερώ: Μένει η δουλειά μου πίσω, καθυστερώ
Χερόβολο: Θερισμένα στάχια, τόσα όσα χωρούν στο ένα χέρι, στη μια παλάμη
Χερόμυλος: Μύλος χειροκίνητος, με δύο παράλληλες στρογγυλές ελαφρόπετρες και ξύλινη κατακόρυφη χειρολαβή, για το τρίψιμο αλατιού, ενίοτε και σιταριού
Χερότια: Υφασμάτινα γάντια, που κάλυπταν το πάνω μέρος της παλάμης των γυναικών, για προστασία των χεριών κατά το θερισμό
Χέρσος (Χέρισος): Άγονος, ακαλλιέργητος
*Χλίβομαι: θλίβομαι
*Χλίψη, η: θλίψη
Χόβολη: Καυτή στάχτη, από αναμμένα κάρβουνα
*Χοιρόκελο, το: βλ. κέλα
*Χολομανώ: ανησυχώ, αγωνιώ
*Χολοσκώ: στεναχωριέμαι, ταράζομαι
Χουσμέτι (το): Δουλειά, αγγαρεία
Χράμι: Υφαντό κλινοσκέπασμα από λευκό μαλλί προβάτου. Βαφόταν επίσης και σε άλλα χρώματα, όπως κόκκινο, πορτοκαλί κ.λ.π
*Χρυσοφός, ο: χρυσοχόος
*Χωρεσιά, η: χωρισμός (δεν κάμω τη χωρεσιά: δεν αντέχω τον χωρισμό – ιδιωμ. έκφρ.)
Ψ
*Ψαρού, η: γυναίκα ψαράς
Ψάρι (του χοίρου): Ψαχνό χοιρινό κρέας, το ψαρονέφρι
Ψαχουλεύω: Ψηλαφώ, ψάχνω να βρω κάτι με την αφή
*Ψειρίζω: απομακρύνω ψείρες από τα μαλλιά
Ψέλι (το): Ντόπια πήλινη κυψέλη για τα μελίσσια, σε σχήμα κόλουρου κώνου
*Ψουνίζω: ψωνίζω
*Ψυχοπιάνομαι: στεναχωριέμαι, αγχώνομαι
*Ψωμαρίδι, το μεγάλο ψωμί
Ψωμώνω: Φλερτάρω, ερωτοτροπώ