Το έθιμο του γάμου στη Δρυοπίδα διατήρησε αναλλοίωτα για πολύ μακρό χρονικό διάστημα τα βασικά μορφολογικά του χαρακτηριστικά. Σ΄ αυτό συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι αντανακλούσε τις ανάγκες και τρόπους έκφρασης μιας τοπικής κοινότητας κατά βάση αγροτικής, που δεχόταν όμως από παντού πολλές και σημαντικές επιρροές από τη στεριανή Ελλάδα, από τα άλλα νησιά του αιγαιακού χώρου και από τα μικρασιατικά παράλια. Αυτά όμως που έχουν ιδιαίτερη σημασία δεν είναι μόνο τα στοιχεία της εντοπιότητας του μουσικού ιδιώματος των Θερμιών, αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι σκοποί και τα τραγούδια που ήλθαν από αλλού ζυμώθηκαν σε βάθος χρόνου, αφομοιώθηκαν, προσαρμόστηκαν στα δεδομένα της θερμιώτικης φιλοκαλίας και μετασχηματίστηκαν ακολουθώντας μια αργόσυρτη διαδικασία. Μια διαδικασία η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας και διαμόρφωσε την ιδιοτυπία του θερμιώτικου γλεντιού, των σκοπών και των τραγουδιών του γάμου, των μοιρολογιών, των τραγουδιών της κούνιας, των νανουρισμάτων κ.λ.π.

Μολονότι σήμερα οι συνθήκες και ο τρόπος ζωής έχουν αλλάξει ριζικά με την υιοθέτηση αστικών καταναλωτικών προτύπων, ορισμένα παλιά έθιμα εξακολουθούν να επιβιώνουν, αποδεικνύοντας στην πράξη πως η ομορφιά που εκπέμπουν δεν αφήνει ασυγκίνητη τη σημερινή νεολαία.

O γάμος αποτελούσε μεγάλο και χαρμόσυνο γεγονός για ολόκληρη την τοπική κοινότητα, η οποία συμμετείχε ενεργά σ΄ όλες του τις φάσεις. Η χωρίς προσκλήσεις ελεύθερη συμμετοχή παρείχε τη δυνατότητα ακόμα και στους οικονομικά ασθενέστερους να κάνουν ένα “πλούσιο” γάμο, γιατί γαμήλια δώρα προσφέρονταν όχι μόνο από τους στενούς συγγενείς, αλλά και από αυτούς που αισθανόντουσαν ισχυρούς τους δεσμούς φιλίας ή συμπάθειας με τις οικογένειες των νεονύμφων. Επειδή δε το γλέντι που ακολουθούσε συνήθως πραγματοποιείτο σε περισσότερες από τρεις ή ακόμα και τέσσερις αίθουσες, είτε στα πιο ευρύχωρα σπίτια των συγγενών, είτε στα μαγαζιά της αγοράς, η συμμετοχή των οργανοπαιχτών του χωριού ήταν σχεδόν πάντα καθολική.

Ο γάμος στην ουσία ξεκινούσε με τη φέστα (γλέντι) των ξυλάδων την προηγουμένη μέρα. Ξυλάδες ονομαζόντουσαν οι συγγενείς κάποιας ηλικίας, κατά κανόνα συμπέθεροι, που φρόντιζαν για το μάζεμα των ξύλων και τη μεταφορά τους στο κελλαρικό, δηλαδή στο χώρο που θα μπορούσε να στηθεί το τζάκι για την παρασκευή των γαμηλίων εδεσμάτων, τα οποία συνήθως ήταν σούπα από βραστό κρέας και κοκκινιστό αρνί με πατάτες γιαχνί. Υπήρχε επίσης και ψητό λεμονάτο στο φούρνο για την επόμενη μέρα μετά τη στέψη. Στους ξυλάδες συγκαταλέγονταν οι μάγειροι και οι βοηθοί τους. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της παρασκευής των φαγητών στηνόταν προκαταρκτικό γλέντι (προθέρμανσης), πάντα με τη συνοδεία των οργάνων, βιολιού και λαούτου, που σιγά- σιγά διευρυνόταν, καθώς όσοι τύχαινε να περνούν σταματούσαν να κεραστούν.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας ακολουθούσε, πάντα με τη συνοδεία οργάνων, η πομπή της μεταφοράς των καλών, δηλαδή της κινητής προίκας του γαμπρού στο σπίτι της νύφης, γιατί, πάντα κατά το έθιμο, η προίκα της νύφης περιλάμβανε και τη νέα κατοικία του ζεύγους. Στην μετά μουσικής πομπή των καλών συμμετείχαν πάντα οι φίλοι του γαμπρού που τον συνόδευαν στο νυφικό, μερικοί από τους οποίους εκτελούσαν και χρέη μεταφορέων. Έτσι, την παραμονή του γάμου ο γαμπρός θα διανυκτέρευε στο νυφικό, σε διαφορετικό όμως δωμάτιο από τη νύφη, που θα κοιμόταν στην κρεββατοκάμαρα υπό την εποπτεία μιας εξαδέλφης-συνοδού. Οι δε συμπέθεροι, εφοδιασμένοι μ΄ ένα γαλόνι σούμα ο καθένας, φρόντιζαν να κερνούν καθ΄ οδόν όλους τους παρισταμένους. Κατά την περιφορά των καλών, όπως και κατά την πορεία του ανδρόγυνου πρός και από την εκκλησία (πριν και μετά τη στέψη), όλη τη ορχήστρα που απαρτιζόταν από τις ζύες των βιολιών και των λαούτων, έπαιζε ειδικούς για την περίσταση σκοπούς, χωρίς τη συμμετοχή των τραγουδιστών. Ας σημειωθεί ότι κατά τη στέψη στην εκκλησία, εκτός του συνηθισμένου ποτηριού οίνου που ο παπάς προσφέρει στο ανδρόγυνο, προσφερόταν επίσης και μέλι με αμύγδαλα, συνήθεια που μάλλον παραπέμπει στην αρχαιότητα. Μετά τη στέψη, συνήθως έξω από την εκκλησιά, προσφερόταν σε μικρούς και μεγάλους παστέλι. Όλες τις δαπάνες του γάμου αναλάμβανε ο γαμπρός, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, ουσιαστικά συμμετοχή είχαν και οι διάφοροι συγγενείς και φίλοι.

Την επομένη της στέψης, και αφού το ζεύγος είχε ήδη αποσυρθή, το γλέντι συνεχιζόταν, καθώς η παρέα που είχε διαμορφωθεί έκανε βόλτα στο χωριό με τα όργανα, επισκεπτόμενη φιλικά και συγγενικά σπίτια. Τις απογευματινές ώρες το γλέντι κατέληγε στο σπίτι της κουμπάρας, όπου, μετά την πατινάδα, η κουμπάρα έπαιρνε τη σχετική πιατέλα με το παστέλι, για να καταλήξουν όλοι μαζί στο σπίτι των νεονύμφων.

Απόσπασμα από κείμενο του Νίκου Στ. Μαρτίνου που δημοσιεύτηκε στην έκδοση του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου “Ένα τραγούδι θε να πω”, Αρμός 2007.