ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ

Ο Νοέμβρης είναι ο μήνας που γίνεται το ζευγάρι (όργωμα), γιατί αυτό το μήνα έχει συνήθως «ρόγωση», δηλαδή η γη έχει αποκτήσει από τις βροχές την κατάλληλη υγρασία και είναι έτοιμη να δεχθεί το σπόρο που θα φυτρώσει. Παλιότερα το όργωμα γινόταν μ’ ένα ζευγάρι βούδια. Δύσκολη και επίπονη η δουλειά του ζευγά κι ο χρόνος της σποράς πε­ριορισμένος. Παραμονή στο κελί και το φαΐ όσπρια. Τις πιο πολλές φορές φασούλια μαυρομάτικα, νερόβραστα με λαδόξυδο. Μοναδική ανάπαυλα το μεγάλο πανηγύρι της Μισοσπορίτισσας, στην Κανάλα στις 21 του μήνα, που η Εκκλησία μας γιορ­τάζει τα Εισόδια της Θεοτόκου.

Στο ζευγάρι έτρωγαν και τις πλούσιες σε λίπη και πρωτεϊνες ματιές, που τις είχαν βάλει στην άλμη στα χοιροσφάγια. Αποβραδίς, τις ματιές που θα μαγείρευαν την άλλη μέρα, τις έβαζαν στο νερό να ξαρμυρίσουν.

Ματιές με ρύζι (γιαχνί)

Τσιγαρίζουμε σε λάδι ένα ψιλοκομμένο κρεμμύδι και ρί­χνουμε τις ξαλμυρισμένες ματιές κομμένες σε κομμάτια να τσιγαριστούν και αυτές. Στη συνέχεια προσθέτουμε τον πελ­τέ διαλυμένο σε νερό. Όταν οι ματιές έχουν σχεδόν γίνει, ρί­χνουμε και το ρύζι. Με τον ίδιο τρόπο μαγειρεύουμε και τις κοιλιές του χοίρου.

Ματιές ψητές

Όταν ήταν στην εξοχή, ξέπλεναν τις ματιές να φύγει το αλά­τι, τις έδεναν με μια κλωστή και από τις δυο άκρες, αφού τις φούσκωναν, και τις έριχναν πάνω στα αναμμένα φρύγανα. Οι ματιές ψήνονταν με το λίπος τους. Τις ματιές τις έτρωγαν ακό­μη νερόβραστες ή γεμιστές με ρύζι. Όταν έκαναν ζευγάρι, έρι­χναν πάνω σε αναμμένα φρύγανα να ψηθεί και καμιά λούντζα.

Μετά τη σπορά έφτιαχναν τηγανίτες. Τηγανίτες έφτιαχναν οι μανάδες και στις γιορτές των παιδιών.

Τηανίτες (τηγανίτες)

Ανακατεύουμε αλεύρι, αλάτι και σόδα (ή μαγιά) με νερό και φτιάχνουμε ένα πηχτό κουρκούτι. Σε καυτό λάδι ρίχνουμε κουταλιές-κουταλιές και τις τηγανίζουμε και από τις δυο μεριές. Όταν οι τηγανίτες ροδίσουν, τις βγάζουμε, τις σερβίρουμε περιχύνοντάς τες μέλι ή τις πασπαλίζουμε με ζάχαρη και κανέλα.

Μετά τα πρωτοβρόχια μαζεύουμε σαλιάκους (σαλιγκάρια). Πριν τους μαγειρέψουμε τους βάζουμε σ’ ένα καλαθάκι πάνω σε θυμάρι και τους ρίχνουμε αλεύρι για να φάνε και να κα­θαρίσουν. Στη συνέχεια τους νεροβράζουμε και μ’ ένα μα­χαίρι τούς ξεπατώνουμε (ξεκωλιάζουμε) για να βγαίνει εύ­κολα το φαΐ τους.

Σαλιάκοι με κρεμμύδια γιαχνί (στιφάδο)

Καβουρντίζουμε μπόλικα κρεμμύδια κομμένα σε φέτες και σκόρδο και τα σβήνουμε με λίγο κρασί. Στη συνέχεια προ­σθέτουμε τη ντομάτα (ή τον πελτέ διαλυμένο σε νερό), αλά­τι και πιπέρι. Αφού πάρει μερικές βράσεις ρίχνουμε τους σα­λιάκους και τους αφήνουμε να βράσουν και να μείνουν με τη σάλτσα τους.

Σαλιάκοι με το ρύζι

Τσιγαρίζουμε ψιλοκομμένο κρεμμύδι και προσθέτουμε τον πελτέ διαλυμένο σε νερό, αλάτι, πιπέρι και ένα ξυλαράκι κα­νέλα. Αφού πάρει το φαΐ μία βράση, ρίχνουμε τους σαλιά­κους και στο τέλος το ρύζι.

Από το τέλος του Οχτώβρη και όλο το Νοέμβρη, μετά τα πρωτοβρόχια, μάζευαν παλιότερα δύο ειδών μανίτους, τα αυτάκια (που έμοιαζαν σαν αυτάκια) και τα κουκούλια (που έμοιαζαν σαν καπελάκια). Αυτά τα μανιτάρια ήταν άσπρα και ήξε­ραν να τα μαζεύουν ακόμα και τα παιδιά. Τα μαύρα μανιτά­ρια δεν τα έτρωγαν.

Μανίτοι

Πλένουμε τους μανίτους και τους λιώνουμε με τα χέρια σε μια τσανάκα. Προσθέτουμε ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι, μπό­λικο άνηθο, αλάτι, πιπέρι, λίγο νερό και αλεύρι. Το χυλό που σχηματίζεται τον τηγανίζουμε όπως τις τηγανίτες.

Τον Οχτώβρη ξεκινούσε το ψάρεμα της τράτας και συνε­χιζόταν μέχρι το χειμώνα. Η θάλασσα πλούσια, αλλά η ζωή του ψαρά πιο δύσκολη κι απ’ του ζευγά. Την τράτα δεν την έσερναν οι μηχανές, όπως σήμερα, αλλά την τραβούσαν οι ψαράδες στη στεριά έχοντας περασμένη στην πλάτη τη ρο­κάνα. Όλα τα ψάρια του γιαλού φρέσκα λαχταριστά που­λιόντουσαν σε Χώρα και Χωριό. Τα ’τρωγαν συνήθως τηγανιτά με χόρτα βραστά κι όσα περίσσευαν τα κάνανε σαβόρι.

Ψάρια μαρινάτα – Σαβόρι

Ψάρια μαρινάτα – Σαβόρι

Βάζουμε στο τηγάνι το λάδι να κάψει και ρίχνουμε το αλεύ­ρι να καβουρντιστεί λίγο. Προσθέτουμε σκόρδο, ξίδι, λίγο νερό, αλάτι, ένα κλαράκι δεντρολίβανο (για συντηρητικό) και ανα­κατεύουμε. Μόλις βράσει και πήξει η σάλτσα, είναι έτοιμη. Μ’ αυτήν περιχύνουμε τα τηγανισμένα ψάρια. Με το σαβό­ρι μπορούσαν να συντηρήσουν τα ψάρια για αρκετές ημέρες, αφού δεν υπήρχαν ψυγεία.

Ελιές: Κορωνιές και Τσουνάτες

Ένα μονόχερο ελιές κορωνιές για προσφάι με κρίθινο ψωμί. Το πιο πρόχειρο, το πιο συνηθισμένο αλλά και το πιο ευλο­γημένο φαΐ του ξωτάρη. Κι όσοι δεν είχαν λιόδεντρα, τις αγό­ραζαν και τις έφτιαχναν για να τις έχουν όλο το χρόνο. Τις ελιές τις μάζευαν το Νοέμβρη σε μεγάλα σακιά. Αφού τις κα­θάριζαν από τα κλαράκια και τα φύλλα, τις έβαζαν στο νερό για να φύγει η πικράλα (πικράδα). Άλλαζαν το νερό πολλές φορές για 10-15 μέρες. Στη συνέχεια έβαζαν τις ελιές σε κο­φίνι για να στραγγίσουν. Όσοι τις ήθελαν σκληρές, τις έβγα­ζαν νωρίς από το κοφίνι και τις έβαζαν στις μπρουνιές (κιού­πια) στην άλμη. Όσοι τις ήθελαν μαλακές τις άφηναν πιο πολύ καιρό στο κοφίνι.

Οι τσουνάτες ελιές, που ήταν πιο μεγάλες από τις κορω­νιές, ήταν λιγοστές στο νησί.

Από το ημερολόγιο έτους 2009 του Συνδέσμου Δρυοπιδέων