ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Τον Φεβρουάριο ανοίγει το Τριώδιο και αρχίζουν οι Αποκριές (οι τρεις εβδομάδες πριν από την περίοδο της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Την πρώτη εβδομάδα τη λένε προφανή, τη δεύτερη κρεατίνη και την τρίτη και τελευταία τυρινή ή τυροφάγου). Τα παλιά τα χρόνια τις Αποκριές στα Θερμιά έσφαζαν και έτρωγαν ’ρίφια και έφτιαχναν κάποια χαρακτηριστικά φαγητά. Την κρεατινή εβδομάδα, την Τσικνοπέμπτη και την Κυριακή, τσικνιάζαν ή τσιχνιάζαν (τσικνίζαν) το νταβά. 0 νταβάς ήταν ένα πήλινο σκεύος σαν ταψί, αρκετά βαθύ με δύο χερούλια (αυτιά), που χωρούσε ένα μικρό ‘ρίφι ολόκληρο.
Νταβάς
«Την κρεατσινή Κυριακή σφάζουμε ένα ‘ρίφι καλό, το βάζουμε στο φούρνο. Κόβουμε τα ποδάρια του, το λαιμό του, βγάζουμε το συκώτι, και το κουφάρι το κάνουμε νταβά. Βάζουμε ρύζι, σταφίδες ντομάτα και το γεμόζουμε μέσα. Το γεμόζουμε και παίρνουμε μια βελόνα με σπάο και το ράβουμε. Το πάμε στο φούρνο και ψήνεται. Μετά μαζευούμαστε γονείς αδέλφια, παιδιά σ’ ένα σπίτι ή στου πατέρα ή στου πεθερού ή στου παιδιού. Μαζευούμαστε, τρώμε, πίνουμε, παίρνουμε κάϊντα και γλεντούμε».
(Περιγραφή του νταβά από Θερμιώτισσα όπως έχει καταγραφεί από τον φιλόλογο Μιχάλη Χίο).
Τη συνήθεια να μαζεύονται τα σαββατοκύριακα των Αποκριών δύο-τρεις συγγενικές οικογένειες και ν’ αποκριώνουν εν ευθυμία καταγράφει και ο Αντ. Βάλληνδας στα Κυθνιακά. Ορισμένες νοικοκυρές προσθέτανε στη γέμιση του νταβά ψιλοκομμένο και κάβουρντισμένο κρεμμύδι καθώς και διάφορα μυρωδικά. Αντί για νταβά κάποιες νοικοκυρές έφτιαχναν κατσίκι κοκκινιστό με ρύζι ή κατσίκι στο φούρνο με πατάτες.
Την τυρινή εβδομάδα έτρωγαν πολλά γαλακτερά (ρυζόγαλο, ζούπες, μάτσι, αραντό, σφουγγάτα και μακαρόνια του μπακάλη χοντρά με αλμυρό θερμιώτικο τυρί) και καθόλου κρέας. Ο Αντ. Βάλληνδας αναφέρει: «Της δε τυρινής Κυριακής το απομεσήμερον πομπεύεται ο Λαζάνης είδωλον αχύρινον, περί ου λέγεται ότι ήλθε να πάρη τα λαζάνια (μακαρόνια)». Το έθιμο αυτό διατηρείται στις μέρες μας στη Χώρα.
Η τυρινή είναι η εβδομάδα που μεσολαβεί μεταξύ της κρεατινής και της Μεγάλης Σαρακοστής που αρχίζει την Καθαρά Δευτέρα. Αυτό το χρονικό διάστημα, με την κατανάλωση γαλακτερών, είναι αναγκαίο για τη σταδιακή προσαρμογή του διαιτολογίου στις ανάγκες της μεγάλης νηστείας της Σαρακοστής.
Ζούπες
Με αλεύρι, νερό και λίγο αλάτι έφτιαχναν ζύμη και με το καλαμοκάνι την άνοιγαν σε μεγάλα λεπτά φύλλα. Το κάθε φύλλο το δίπλωναν πολλές φορές και, κρατώντας το με το ένα χέρι, το ’κοβαν σε λουρίδες πλάτους όσο ένα δάκτυλο. Τις άφηναν στο πλαστήρι να στεγνώσουν για λίγο και τις έβραζαν σε νερό. Τις σερβίριζαν σε μια κούπα με το ζουμί τους κι έριχναν από πάνω τριμμένο παλιό τυρί.
Μάτσι

Μάτσι
Το μάτσι το έφτιαχναν όπως και τις ζούπες, μόνο που έκοβαν λεπτότερες τις λουρίδες και τις έβραζαν στο γάλα. Το σερβίριζαν σε μια κούπα μαζί με το γάλα και το ’τρωγαν σκέτο ή με λίγη ζάχαρη και πασπαλισμένο με κανέλα.
Αραντό
Σε μια λεκάνη έβαζαν αλεύρι και έριχναν νερό. Με τα χέρια το ’τριβαν ώστε να γίνουν σβολαράκια, μικρά σαν τα σπυριά του σιταριού, που τα ’βραζαν στο νερό ή στο γάλα και τα ’τρωγαν με ζάχαρη.
Αραντό έφτιαχναν ακόμα διαλύοντας αλεύρι μέσα σε γάλα που το ’βραζαν προσθέτοντας λίγη ζάχαρη μέχρι να χυλώσει. Το σερβίριζαν σε κούπες και όταν έπηζε έβαζαν από πάνω λίγη κανέλα.
Σήμερα το αλεύρι έχει αντικατασταθεί από το σιμιγδάλι.
Αραντό έφτιαχναν και την Γαλατοπέμπτη, 40 ημέρες μετά την Κυριακή του Πάσχα, της Αναλήψεως.
Ο φιλόλογος Χρίστος Δάλκος παραθέτει τις ακόλουθες πληροφορίες για το μάτσι και το αραντό.
«Ή λέξη μάτσι (ώς επί τό πλείστον μέ τήν έννοια «σπιτικές χυλοπίττες») άπαντα ύπό διάφορους τύπους καί παραπλήσιες σημασίες σέ διάφορες περιοχές: μάτσης ό, Μήλος, μάτση η, Σέριφος, μάτσα ή, ’Ήπειρος, μάτσιν τό, Χίος, μάτσι ’Αντίπαρος, Εύβοια, Θράκη, Ικαρία, Ίος, Ιωνία (Βουρλά, Τσεσμές), Καστελλόρριζο, Κύθνος, Πελοπόννησος, Ρόδος, Σίκινος, Σκύρος, Σύμη, Σύρος, Χίος, μάτσ’ Αλόννησος, Ήπειρος, Θεσσαλία, Λέσβος, Μακεδονία, Σάμος…
Τό θερμιώτικο αρραντό, καταχωρισμένο στό λήμμα ραντό τό, τού ’Αρχείου τού Κέντρου Έρεύνης Νεοελληνικών Διαλέκτων καί ’Ιδιωμάτων -ΙΛΝΕ τής ’Ακαδημίας ’Αθηνών- περιγράφεται από τόν Φαίδωνα Κουκουλέ (χφ. 371, σ. 451) μέ αύτόν τόν τρόπο: “άρραdό (τό)· είδος φαγητού, όπερ παρασκευάζεται ώς εξής: θέτεις αλεύρι εντός κούππας καί χύνεις λίγο νερό καί τό τρίβεις ώστε τό αλεύρι νά κάμη θρόμβους· αυτό τό μείγμα τό ρίπτεις έπειτα εντός ζέοντος ύδατος ή καί γάλακτος εντός χύτρας εύρισκομένου”.
’Ορθά ή περί ής ό λόγος λέξη έχει καταχωρισθή στό λήμμα “ραντό τό”, γιατί ή σχέση της μέ τό θέμα τού ρήματος ραντίζω, ρεντίζω κ.λπ. είναι προφανής: Έν Σερίφω τό αραdo γίνεται εξ αλεύρου, όπερ ραντιζόμενον δι υδατος συνέρχεται είς βώλους· τούτους βράζουν μετ’ ελαίου. Ομοίως έν Πάρω, ’Ικαρία”.
Έξ άλλου ή λέξη έμφανίζεται καί ύπό τήν μορφή αραdιστό (= τραχανάς) Ίος, ριτ’στό (= *ρεντιστό: «άλεύρ’ σκέτου, βρασμένου μέσα σί νιρό») Σάμος, ραντό (= τροφή έξ έλαίου καί άλεύρου η εκ γάλακτος καί αλεύρου) Τήνος, άραντός ’Ιωνία (Τσεσμές), άραντές ό, Σκύρος κ.λπ., ένώ ό θερμιώτικος τύπος αραντό κάνει τήν έμφάνισή του καί στήν Βιθυνία (Κίο), Ιωνία (Βουρλά), Κίμωλο, Μήλο, Μύκονο, Σέριφο, Σίκινο, Σίφνο, Σχινοΰσα, Φολέγανδρο κ.ά.
Από το Ημερολόγιο έτους 2009 του Συνδέσμου Δρυοπιδέων