Στηρίζουμε την προσπάθεια SAVE KYTHNOS

https://www.savekythnos.com

Στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας που οργάνωσε η Επιτροπή Αγώνα, στο Αιγάλεω στις 24 Απριλίου, στη Χώρα της Κύθνου στις 2 Μαΐου, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48, Αθήνα) στις 22 Μαΐου και στον Μέριχα στις 30 Μαΐου 2024, οι Θερμιώτες, όλοι μαζί ενωμένοι βροντοφωνάξαμε “ΟΧΙ στην εγκατάσταση των 20 γιγάντιων ανεμογεννητριών” στο μικρό νησί της Κύθνου και δώσαμε υπόσχεση να συνεχίσουμε τον αγώνα για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς, για την ιστορία του τόπου μας, για το παρόν και τις επόμενες γενιές.

Είμαστε πολλοί

Είμαστε ενωμένοι

Είμαστε δυνατοί

Το πανηγύρι στα Καμίνια

Στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου στα Καμίνια, από το έτος 1907, φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας Κανάλας, προσφορά των εν Αθήναις Δρυοπιδέων. Η εικόνα είχε τοποθετηθεί σε ξύλινο προσκυνητάρι από τους αρχικούς δωρητές. Πρόσφατα, λόγω φθοράς, το ξύλινο προσκυνητάρι αντικαταστάθηκε με μαρμάρινο με πρωτοβουλία του Ιερού Ναού. Ο Σύνδεσμος συνεισέφερε 200 € για το έργο.

Συνεχίζοντας την παράδοση, που ξεκινά από το 1933, όπως μας πληροφορεί άρθρο του Γιάννη Φραγκουλάκη (Θερμιώτικα νέα, Ιούλιος 1988),  ο Σύνδεσμος Δρυοπιδέων συμμετείχε και φέτος στον κατανυκτικό Εσπερινό την παραμονή και την πανηγυρική Θεία Λειτουργία ανήμερα με αρτοκλασία. Τον υπέροχο στολισμό της εικόνας της Παναγίας ανέλαβε και φέτος η ευσεβής Θερμιώτισσα κα Χρυσούλα Χρυσανθακοπούλου το γένος Κων. Παπαμακάριου (του Παπά). Το ΔΣ την ευχαριστεί ιδιαιτέρως.

 

Κόκκινη κλωστή δεμένη…

Το βραδάκι της Πέμπτης 20 Ιουλίου όσοι είχαμε την τύχη να βρεθούμε στον προαύλιο χώρο της Παναγίας στην Κανάλα, μεταφερθήκαμε στον κόσμο των παραμυθιών. Ο εξαίρετος συγγραφέας, συμπατριώτης μας Βαγγέλης Γονιδάκης, με την καθηλωτική του αφήγηση, μας ταξίδεψε σε τόπους εξωτικούς, στην εποχή που τα ζώα είχαν λαλιά.
Μέσα από τα παραμύθια του Βαγγέλη οι μικροί διδάχθηκαν και οι μεγάλοι θυμήθηκαν ότι η καλοσύνη και η ευγένεια ανοίγουν τις καρδιές και ομορφαίνουν την καθημερινότητα.
Βαγγέλη, σε ευχαριστούμε για την όμορφη πρωτοβουλία.

Το φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων και τα Συντάγματα του Αγώνα

Πολλές φορές, θαμπωμένοι από  τις μεγάλες κατακτήσεις της κλασσικής αρχαιότητας, παραβλέπουμε τα γιγάντια επιτεύγματα του πρόσφατου παρελθόντος (που ορισμένα απ’ αυτά εγγίζουν χρονικά και τις γενιές μας). Σε μια σχετικά σύντομη περίοδο 200 περίπου ετών οι Έλληνες,  καλύπτοντας την καθυστέρηση, αν όχι την οπισθοδρόμηση, τεσσάρων αιώνων οθωμανικού ζυγού, κατόρθωσαν να θεμελιώσουν ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποδείχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα βήματα της νεώτερης παγκόσμιας Ιστορίας σε συνέχεια της αμερικανικής (1776), της γαλλικής (1789), της ισπανικής επανάστασης και στον απόηχο του ισπανικού συντάγματος του Καδίθ (1812). Λίγα χρόνια μετά τη σερβική εξέγερση (1804) και σύγχρονη με αυτήν των καρμπονάρων στη Νάπολη, ήταν η πρώτη εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση στην Ευρώπη και αποτέλεσε την έμπνευση των βαλκανικών (του τουρκικού συμπεριλαμβανομένου) και ευρωπαϊκών εθνικισμών (όπου εθνικισμός = η συνειδητοποίηση της εθνικής ταυτότητας).

Εκκινώντας από τη διακήρυξη «Νέα Πολιτική Διοίκησις» και τον Θούριο («Οι νόμοι νάν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός») του Ρήγα του Φιλοπάτριδος (1797), την «αδελφική διδασκαλία» του Αδ. Κοραή (1798), την εμπειρία των Συνταγμάτων της Επτανήσου Πολιτείας (1800, 1803, 1817), την «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος (1806) και καταλήγοντας στη διακήρυξη του Αλεξάνδρου Υψηλάντη («Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», Ιάσιο 24 Φεβρουαρίου 1821), οι Έλληνες επαναστάτες οραματίζονται ένα πολυσυλλεκτικό και πλουραλιστικό κράτος «όπου κυβερνούν οι νόμοι και όχι οι άνθρωποι» όπως «προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων μας επροσκάλουν εις μίμισιν».

Ήδη με τη διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας της 15ης Ιανουαρίου 1823 οι «Ἀπόγονοι τοῦ σοφοῦ καὶ φιλανθρώπου Ἒθνους τῶν Ἑλλήνων, σύγχρονοι τῶν νῦν πεφωτισμένων καὶ εὐνομουμένων λαῶν τῆς Εὐρώπης, καὶ θεαταὶ τῶν καλῶν, τὰ ὁποία οὗτοι ὑπὸ τὴν ἀδιάρρηκτον τῶν νόμων Αἰγίδα ἀπολαμβάνουσιν, ἦτον ἀδύνατον πλέον νὰ ὑποφέρωμεν μέχρις ἀναλγησίας καὶ εὐηθείας τὴν σκληρὰν τοῦ Ὀθωμανικοῦ κράτους μάστιγα

… Ὁ κατὰ τῶν Τούρκων πόλεμος ἡμῶν, … εἶναι πόλεμος ἐθνικός, πόλεμος ἱερός, πόλεμος, τοῦ ὁποίου ἡ μόνη αἰτία εἶναι ἡ ἀνάκτησις τῶν δικαίων τῆς προσωπικῆς ἡμῶν ἐλευθερίας, τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τῆς τιμῆς, τὰ ὁποία, ἐνῶ τὴν σήμερον ὅλοι οἱ εὐνομούμενοι καὶ γειτονικοὶ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τὰ χαίρουσιν, ἀπὸ ἡμᾶς μόνον ἡ σκληρὰ καὶ ἀπαραδειγμάτιστος τῶν Ὀθωμανῶν τυραννία ἐπροσπάθησε μὲ βίαν ν’ ἀφαιρέσῃ, καὶ ἐντὸς τοῦ στήθους ἡμῶν νὰ τὰ πνίξῃ…

 … Δίκαια τὰ ὁποία ἡ φύσις ἐνέσπειρε βαθέως εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ ὁποία οἱ νόμοι, σύμφωνοι μὲ τὴν φύσιν, καθιέρωσαν, ὄχι τριῶν ἢ τεσσάρων ἀλλὰ καὶ χιλίων καὶ μυρίων αἰώνων τυραννία δὲν δύναται νὰ ἐξαλείψῃ·

  Ἀπό τοιαύτας ἀρχὰς τῶν φυσικῶν δικαίων ὁρμώμενοι, καὶ θέλοντες νὰ ἐξομοιωθῶμεν μὲ τοὺς λοιποὺς συναδελφούς μας Εὐρωπαίους Χριστιανούς, ἐκινήσαμεν τὸν πόλεμον κατὰ τῶν Τούρκων, μᾶλλον δὲ τοὺς κατὰ μέρος πολέμους ἑνώσαντες, ὁμοθυμαδόν ἐκστρατεύσαμεν, ἀποφασίσαντες ἢ νὰ ἐπιτύχωμεν τὸν σκοπόν μας καὶ νὰ διοικηθῶμεν μὲ νόμους δικαίους, ἢ νὰ χαθῶμεν ἐξ ὁλοκλήρου, κρίνοντες ἀνάξιον νὰ ζῶμεν πλέον ἡμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ περικλεοῦς ἐκείνου ἔθνους τῶν Ἑλλήνων ὑπὸ δουλείαν τοιαύτην, ἰδίαν μᾶλλον τῶν ἀλόγων ζῴων, παρὰ τῶν λογικῶν ὄντων».

              Στα Συντάγματα του Αγώνα αναγνωρίζεται η Ορθοδοξία ως επικρατούσα θρησκεία, τίθεται υπό την προστασία του Κράτους η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια των πολιτών, απαγορεύονται τα  βασανιστήρια και η δήμευση, και εισάγεται η αρχή της ισότητας, της αξιοκρατίας και της αναλογικής κατανομής φορολογικών βαρών. Υιοθετείται το αντιπροσωπευτικό σύστημα και εισάγεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (κατά το Γαλλικό Σύνταγμα 1795) («Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» – Επίδαυρος 1822).

Επίσης, καταργείται η δουλεία, παρέχεται άσυλο στους φυγάδες, κατοχυρώνονται η ελευθεροτυπία και το δικαίωμα του αναφέρεσθαι, εισάγεται η έννοια του φυσικού δικαστή, επεκτείνεται η προστασία των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας, της τιμής και της  προσωπικής ασφάλειας για τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην ελληνική επικράτεια και θεσπίζονται οι υποχρεώσεις του κράτους για την «εμψύχωση» του εμπορίου, της γεωργίας και των εταιρειών, την οργάνωση της εκπαίδευσης «καθ’ όλην την επικράτειαν» και την παροχή σταθερού πόρου σε χήρες και ορφανά πεσόντων («Νόμος της Επιδαύρου», Άστρος 1823).

Τέλος, καθιερώνεται η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας («Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» -Τροιζήνα 1827). Για πρώτη φορά ορίζεται ότι: «Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού», κάτι που επαναλαμβάνεται στο Σύνταγμα του 1864 και σε καθένα από τα Συντάγματα που ακολούθησαν ως τις μέρες μας.

Τα Συντάγματα του Αγώνα, εμπνευσμένα αρχικά από τα προεπαναστατικά κείμενα που αποτέλεσαν το ιδεολογικό υπόβαθρο της επανάστασης του 1821, απηχούν το φρόνημα των επαναστατών που διαμορφώθηκε από τη συμμετοχή τους στον κοινό αγώνα. Η κοινή, εν πολλοίς, μοίρα των υποδούλων, η αναμέτρηση με τον εχθρό και τον θάνατο, ο κοινός κίνδυνος λειτούργησαν όπως οι περσικοί πόλεμοι στην αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα: Ανέπτυξαν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων, εμπέδωσαν το αίσθημα της ισότητας και έθεσαν τα θεμέλια της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Λυμπέρης Ζαμπέτας

 

Πηγές:

  • https://www.ertflix.gr/archeio/rigas-velestinlis/
  • Κατάλογος έκθεσης που έγινε στη Βουλή (2019-2020) με θέμα “Ρήγας και Επανάσταση».
  • 1821 – 1832: Αι Εθνικαί Συνελεύσεις, Τόμος Πρώτος, σσ 40,41, Έκδοσις της Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 1971.
  • S. Berstein – P. Milza: Η ευρωπαϊκή συμφωνία και η Ευρώπη των εθνών 1815 – 1919, σσ 30 – 47, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1997.
  • Ν. Κ. Αλιβιζάτος: Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη Νεοελληνική ιστορία 1800 – 2010, σσ 42 – 55, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2011.
  • R. Glogg: Σύντομη Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, σσ 71 – 80, Εκδόσεις Ινστιτούτο του βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 2012.

 

Τα κάλαντα

 

Γεώργιος Σικελιώτης: Τα κάλαντα, 1962

Τα κάλαντα είναι ίσως ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αναλλοίωτα ακόμα και σήμερα στην χώρας μας και συνδέονται με τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια. Ψάλλονται κυρίως από παιδιά, τα οποία είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες, περιέρχονται οικίες και καταστήματα με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου. Οι ενήλικες ψάλλουν τα κάλαντα συνήθως με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, τύμπανο, φλογέρα κ.λπ. Οι «καλαντιστές» (τραγουδιστές των καλάντων) ρωτούν: «Να τα πούμε;» και αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε ψέλνουν εξιστορώντας τα γεγονότα των ημερών, τη γέννηση του Χριστού, την έλευση του Αη Βασίλη κ.ά. Τελειώνουν πάντα με την ευχή «Και του Χρόνου» αφού παινέψουν τον νοικοκύρη, την κυρά και το σπίτι.

Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό ρήμα καλώ, ονομάζω. Καλένδες ονομάζονταν, μάλλον από τον Ε’ αιώνα, οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών, δηλαδή η αντίστοιχη των αρχαίων Ελλήνων “νουμηνία” (σημερινή πρωτομηνιά) και αφορούσαν περίοδο πέντε ή επτά πρώτων ημερών του μήνα. Από αυτές περιφημότερες ήταν Καλένδες του Ιανουαρίου, οι οποίες συνδέονταν με την έλευση του νέου χρόνου και γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Κατά τη διάρκεια των Καλενδών γίνονταν αμοιβαίες επισκέψεις συγγενών και φίλων με ανταλλαγή δώρων κυρίως μέλι, ξερά σύκα, ρόδια  και χουρμάδες αλλά  και μικρά νομίσματα.

Πιστεύεται όμως, ότι η ιστορία των Καλενδών πηγαίνει πολύ πιο πίσω στο χρόνο και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Λίγοι γνωρίζουν για παράδειγμα, ότι τα σημερινά χριστουγεννιάτικα κάλαντα σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα κατά τα «Πυανέψια», περιφέροντας την Ειρεσιώνη.

Η Ειρεσιώνη (από τη λέξη εἶρος που σημαίνει μαλλί προβάτου) ήταν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης περιτυλιγμένο με λευκό μαλλί και στολισμένο με κορδέλες από λευκό και κόκκινο μαλλί. Στις κορδέλες αυτές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων που ήταν κάθε λογής καρποί σύκα, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια, αλλά και μικρά μπουκαλάκια γεμάτα κρασί, μέλι, λάδι ψωμί και πολλά άλλα*.

Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και έμοιαζε με το σημερινό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Την Ειρεσιώνη κρατούσαν αγόρια που είχαν και τους δυο γονείς τους εν ζωή και την περιέφεραν στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας από σπίτι σε σπίτι τις καλένδες (κάλαντα), λέγοντας ευχές και παινέματα για τον νοικοκύρη προσπαθώντας να επιτύχουν ένα γενναιόδωρο κέρασμα. Μετά την περιφορά της την κρέμαγαν έξω από τη θύρα του ναού του Απόλλωνα αλλά και πάνω από την εξώπορτά τους και την άφηναν εκεί μέχρι την ίδια ημέρα του επόμενου έτους για την αποτροπή κάποιου λοιμού, για να ικετεύει για ευλογία αγαθών, να φέρνει κάθε τι καλό  αλλά και να διώχνει το κακό όλη τη χρονιά. Το στόλισμα και η περιφορά της Ειρεσιώνης συνηθίζονταν στις γιορτές Πυανέψια και Θαργήλια. Οι γιορτές ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες. Ουσιαστικά, η Ειρεσιώνη, αποτελεί τον πρόγονο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το έθιμο αυτό ταξίδεψε μέσω των Ελλήνων ταξιδευτών και των Ευρωπαίων περιηγητών από την Ελλάδα στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες όπου δεν υπήρχαν ελιές, υπήρχαν όμως έλατα. Τα έλατα και τα άλλα δέντρα των βόρειων δασών άρχισαν να στολίζονται και κάπως έτσι έθιμο της Ειρεσιώνης επέστρεψε πίσω στην Ελλάδα εξευρωπαϊσμένο και χριστουγεννοποιημένο, από τον  Όθωνα και τους Βαυαρούς, 1840.

Κάλαντα στο Βυζάντιο, 1070

Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία Καλένδες ονομάζονταν οι γιορτές και τα πανηγύρια που οι λεγόμενοι “Εθνικοί”, συνήθιζαν να κάνουν στην 1η Ιανουαρίου και πολλές από τις οποίες διατηρήθηκαν από τους χριστιανούς. Οι Πατέρες όμως της Εκκλησίας απαγόρευαν ή απέτρεπαν το έθιμο αυτό, επειδή καταγόταν από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών, που είχε καταδικάσει η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ. και το οποίο πιθανώς τάραζε την επιβληθείσα κατάνυξη σε όλους τους τομείς δραστηριότητας των πιστών, με τις γιορτές και ευωχίες που το χαρακτήριζαν. Οι παλιές όμως συνήθειες του λαού, που ήταν μέρος της αρχαίας θρησκευτικής του λατρείας, ήταν βιώματα  αιώνων και δεν ήταν δυνατόν να ξεριζωθούν και να σβήσουν, επειδή έδιναν ευκαιρία για διασκέδαση. Μπροστά στον κίνδυνο να διακοπεί το έθιμο, οι “πιστοί” εισήγαγαν δημοτικά ευχητικά τραγούδια για τις αντίστοιχες χρονικά θρησκευτικές εορτές και έτσι το έθιμο συνεχίζει και σήμερα με την ονομασία “Κάλαντα”. Αν και αρχικά η Εκκλησία απέρριψε τα κάλαντα ως ειδωλολατρικό έθιμο, στη συνέχεια τα αποδέχτηκε και τα αφομοίωσε σε τόσο μεγάλο βαθμό που κατέληξαν να αποκτήσουν καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο (Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλη,… ή Άγιος Βασίλης έρχεται,…).

Νικηφόρος Λύτρας: Τα κάλαντα, 1872

Αναλλοίωτο χαρακτηριστικό του εθίμου των καλάντων είναι το γνωστό σε όλους μας κέρασμα/φιλοδώρημα, το οποίο σήμερα είναι συνήθως κάποιο χρηματικό ποσό. Παλαιότερα, όμως, ήταν κυρίως φαγώσιμα, όπως γλυκά, πίτες, αυγά, λουκάνικα, κότες, αμύγδαλα, ρόδια, κρασί, κ.ά. Γι αυτό και οι καλαντιστές προσπαθούσαν να πουν όσο το δυνατόν περισσότερα παινέματα, ώστε να πάρουν και μεγαλύτερο κέρασμα (Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,…). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα κάλαντα όλων των νησιών, μη εξαιρουμένων αυτών που λέγονταν παλιότερα στη Δρυοπίδα, όπου οι καλαντιστές αφιέρωναν περισσότερο χρόνο από το τραγούδι τους για να παινέσουν τον νοικοκύρη (Σε αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μην ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…), παρά για εξιστορήσουν τα γεγονότα όπως τον ερχομό του Χριστού ή την έλευση του Αη Βασίλη.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολυάριθμες παραλλαγές καλάντων που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, άλλα σε δημοτική και άλλα σε λόγια γλώσσα. Σχεδόν κάθε περιοχή, κάθε νησί, πολλές φορές και κάθε χωριό έχει τα δικά του, ξεχωριστά κάλαντα. Ανάλογα με τον τόπο και τις εποχές, τα παιδιά που ψάλλουν τα κάλαντα κρατούν πολύχρωμα φαναράκια, καράβια ή εκκλησίες φωτισμένες εσωτερικά, σιδερένια τρίγωνα ή ραβδιά στολισμένα με λουλούδια σαν τους αρχαίους θύρσους. Οι στίχοι διαμορφώνονται ανάλογα με τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της κάθε περιοχής και η μουσική ανάλογα με την παράδοση του κάθε τόπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιοχές των Επτανήσων, της Θράκης, της Ηπείρου, των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων, του Ανατολικού Αιγαίου, του Πόντου, της Κρήτης και της Μικρά Ασίας. Τα παλαιότερα χρόνια τα κάλαντα δεν τραγουδιόντουσαν μόνο, αλλά και παίζονταν από παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Για αυτό τον λόγο, πολλές φορές θύμιζαν περισσότερο παραδοσιακά τραγούδια, παρά κάλαντα. Στον Ελλαδικό χώρο έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο των χριστουγεννιάτικων καλάντων. Στις μέρες μας, εκτός από τα  παραπάνω, έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά κυρίως χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στην ελληνική γλώσσα και δυστυχώς τείνουν να υπερκαλύψουν τα παραδοσιακά κάλαντα.

Στάμη Τσικοπούλου – Μαρτίνου

 

          Ειρεσιώνη

*Στη ζωοφόρο του Αγίου Ελευθερίου, της παλιάς εκκλησίας που βρίσκεται στα δεξιά της εισόδου της Μητρόπολης των Αθηνών, υπάρχει ανάμεσα σε άλλες και η παράσταση ενός παιδιού από τα προχριστιανικά χρόνια, (αυτού της εικόνας) που κρατά στον ώμο του ένα κλαδί δάφνης (βάγια), στολισμένο με καρπούς και κλωστές από άσπρα και κόκκινα μαλλιά προβάτου, την Ειρεσιώνη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Δρυοπίδας

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Δρυοπίδας

 

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του κόσμου,

εβγείτε, δείτε, μάθετε, που ο Χριστός γεννάται.
Γεννάται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα,
το μέλι τρων’ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες.

 

Ανοίχτε τα κουτάκια σας, τα κατακλειδωμένα

και δώστε μας τον κόπο μας απ’ το χρυσό πουγγί σας.

Κι’ αν είστε από τους πλούσιους, φλουριά μη λυπηθείτε

κι αν είστε από τους δεύτερους, τάληρα και δραχμίτσες

και αν είστε από τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.

 

Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε,

ολίγον ύπνο πάρετε και ευθύς να σηκωθείτε,

στην εκκλησία τρέξετε με προθυμία μπείτε,

ν’ ακούσετε και του Χριστού τη θεία λειτουργία,

του Ιησού μας του Χριστού γέννηση την αγία.

 

Κι ευθύς όταν γυρίσετε εις το αρχοντικό σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάρτε το φαγητό σας,

δώστε και κανενός φτωχού, όστις να υστερείται,

δώστε και μας τον κόπο μας, αν είναι ο ορισμός σας

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

 

Και του χρόνου

                        Κατερίνα Λαρεντζάκη (Καϊντιέραινα)

    

Ο στρούμπος

Το έθιμο του στρούμπου περιγράφεται με γλαφυρότητα από τον Γιώργο Λαρεντζάκη (Καϊντιέρη) στο άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1996, στο Φάρο του Μέριχα, για τα Πρωτο­χρονιάτικα έθιμα. Από το άρθρο αυτό παραθέτουμε το ακό­λουθο απόσπασμα που δημοσιεύτηκε στα Θερμιώτικα Νέα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2022 (αριθμός φύλλου 423).

«… Παραμονή πρωτοχρονιάς, λοιπόν, και οι νοικοκυρές του χωριού, μαζί με όλες τις άλλες γιορτινές ετοιμασίες, πρέπει να βράσουν το στρούμπο, σιτάρι δηλαδή της δικής τους σοδειάς, που θα το προετοιμάσουν και θα το βράσουν με ειδικό τρόπο. Από την προηγούμενη μέρα οι νοικοκυρές έχουν βγάλει μέσα από τ’ αμπάρι ή το κουρούπι μεστό μιάδι (στάρι), καλ­λιεργημένο και συλλεγμένο από τα σώχωρα χωράφια τους. Το στάρι, αφού το πλύνουν καλά, θα το βράσουν στη συνέ­χεια λίγο, ίσα-ίσα για να αποχωριστεί ο λεπτός φλοιός από τον καρπό. Στη συνέχεια το στάρι θα στραγγιστεί και θα απλωθεί επι­μελημένα στον ήλιο για να στεγνώσει, πάνω σε άσπρα σεν­τόνια. Κάθε τόσο η νοικοκυρά θα ανασαλεύει το στάρι φέρ­νοντας το κάτω πάνω, ώστε να στεγνώσει καλά. Αφού στε­γνώσει το στάρι, θα το βάλουν μέσα σε καθαρό άσπρο τσου­βάλι, δένοντας το λαιμό του μ’ έναν κλώνο (σπάγγο) και θα το αφήσουν στο μπαραστάθι της πόρτας για να κοπανιστεί στη συνέχεια.

Οι νέοι του χωριού, παρέες-παρέες, θα βγουν παραμονή σεργιάνι στα σοκάκια του χωριού, με τον κόπανο στο χέρι, για να κοπανήσουν τους στρούμπους. Άρχιζε έτσι ένα ατέ­λειωτο αλισβερίσι, που έδινε στο χωριό γιορτινό χρώμα και εύθυμη διάθεση. Καθώς οι νέοι περνούσαν τις γειτονιές, πεί­ραζαν τις νοικοκυρές και τις νιές, ρωτώντας τις: Να σου τον κοπανήσουμε (το στρούμπο); Εσένα σού τον κοπανήσανε ή να σου τον κοπανήσουμε εμείς; Εκείνες απαντούσανε: Εμέ­να μού τον κοπάνησε άλλος ή εμένα δεν μου τον κοπανή­σανε, ελάτε να μου τον κοπανήσετε εσείς. Έτσι, μέσα από τη διαδικασία γινόταν καλαμπούρι, δημιουργούταν κέφι, χαρά. Το πράγμα, βέβαια, έπαιρνε ευρύτερες διαστάσεις καθώς οι νέοι έμπαιναν στις αυλές των αγαπημένων τους και μαζί με το κοπάνισμα του στρούμπου παιζόταν και το παιχνίδι του έρωτα και της αγάπης.

Καθώς οι κοπανίδες ανεβοκατέβαιναν και χτυπούσαν το στρούμπο, το χωριό αντιλαλούσε παντού τους απόηχους, λες και κάποιος αόρατος μαέστρος συγχρόνιζε τα τύμπανα μιας αρχέγονης μυστηριακής τυμπανοκρουσίας. Στη συνέχεια το κοπανισμένο στάρι απλωνόταν ξανά σε άσπρο σεντόνι και οι νοικοκυρές, με τα άσπρα μαντίλια στο κεφάλι, έπαιρναν το στάρι με τις χούφτες τους και το λίχνι­ζαν, για να απομακρυνθεί ο αποκολλημένος φλοιός του και να απομείνει ο καθαρός καρπός του σταριού. Τώρα πια ο στρούμπος ήταν έτοιμος για βράσιμο. Τον έβα­ζαν σε μεγάλα καζάνια και τον έβραζαν στη θράκα με χον­τρά κούτσουρα. Μια μεγάλη κουτάλα τάραζε κατά διαστήματα το στρούμπο μέχρι να χυλώσει. Για’να του δώσουν μάλιστα ιδιαίτερη νοστιμιά, πολλές πατριώτισσες πρόσθεταν στο στρούμπο κι ένα κομμάτι λούντζα, παστό δηλαδή χοιρινό κρέ­ας απ’ τη μπρουνιά. Σαν τέλειωνε το βράσιμο, ο στρούμπος σερβιριζότανε μέσα σε πήλινες σκουτέλες και προσφερότανε όχι μόνο στα μέλη της οικογένειας, αλλά και στους επισκέπτες, στους φίλους, στους γειτόνους, στους συγγενείς. Έτσι ο στρούμπος έπαιρ­νε μια κοινωνική διάσταση και γέμιζε όχι μόνο το στερημέ­νο στομάχι, αλλά πλημμύριζε και την ψυχή με αγάπη και αγαλ­λίαση, χρονιάρες μέρες.

Ο στρούμπος τρωγότανε άλλοτε σκέ­τος, πολλές φορές όμως νοστίμιζε περισσότερο προσθέτον­τας ζάχαρη ή ακόμα και  φρέσκο γάλα. Οι παλιότεροι λένε ότι το βράσιμο του στρούμπου ήταν ένα είδος κόλλυβου, μνημόσυνου, στον παλιό χρόνο που φεύ­γει -που πεθαίνει – για να καλωσορίσουν την καινούργια χρο­νιά με προσδοκίες και νέες ελπίδες.

Τη δεκαετία του ’80 υπήρχε ακόμα το έθιμο… Δυστυχώς όμως, καθώς σβήνει εκείνη η αγνή και λατρεμένη γενιά των μεγάλων, χάνονται αργά-γοργά και τα παραδοσιακά μας έθι­μα, υιοθετώντας ανούσια και χλιαρά ξενόφερτα ήθη και έθι­μα. Τι κρίμα! Ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστον εμείς, οι νεότεροι, να τα διατηρήσουμε στη μνήμη μας, στη θύμησή μας και στην ψυχή μας»….

Η ανέλκυση

Το νέο μυθιστόρημα του Νίκου Μαρτίνου περιγράφει τις προσπάθειες για την ανέλκυση ενός βυθισμένου από τον καιρό της κατοχής πλοίου σε ένα μικρό νησί των Κυκλάδων. Οι εργασίες αναστατώνουν την καθημερινότητα των κατοίκων καθώς  έρχονται σε επαφή με τους απρόσμενους επισκέπτες…

Ο συγγραφέας γράφει στη δημοτική γλώσσα, όχι στην αγοραία καθομιλουμένη, αλλά στην πλούσια και συνάμα λιτή μορφή της που εκφράζει τη λαϊκή ευγένεια που δεν εξαντλείται στη χρήση του πληθυντικού αλλά περιέχει και το ενδιαφέρον για τον πλησίον και την κοινότητα. Ο άμεσος και  απέριττος λόγος του έχει διέλθει την αυστηρή βάσανο του ιδίου. Παράλληλα, αντιμετωπίζει με κατανόηση και επιείκεια τις αδυναμίες των «εντελώς φανταστικών» αλλά τόσο αναγνωρίσιμων χαρακτήρων της ιστορίας του που υποχρεώνονται ώρες ώρες να «προσγειωθούν» στην αμείλικτη καθημερινότητα.

Για άλλη μια φορά μέσα από τα λόγια και τα έργα των ηρώων του, προβάλλεται ο αξιακός κόσμος του συγγραφέα, η αξιοπρέπεια, η ντομπροσύνη, το φιλότιμο, η αίσθηση του καθήκοντος και της ευθύνης, τα γνωρίσματα δηλαδή που κάθε γονιός θέλει να καμαρώνει στα παιδιά του.

Τη σημαντικότερη διάσταση του έργου του Ν. Μαρτίνου τη συνειδητοποίησα όταν, μπαίνοντας με το καράβι στο Μέριχα, ο γιός μου προσπαθούσε να αναγνωρίσει τα σημάδια για να καταλάβει πού έγινε το «σαμπάνιασμα» του χοίρου[1]: Το έργο του συγγραφέα ιδρύει μια βιωματική σχέση με τον τόπο. Το θερμιώτικο τοπίο στα κείμενα του Μαρτίνου μετατρέπεται σε σκηνικό παιδικών ονειροπολήσεων.

Ένα ακόμα άξιο αναφοράς χαρακτηριστικό είναι ότι στα βιβλία του το βιογραφικό σημείωμα του καταξιωμένου, επίτιμου πια, ακαδημαϊκού δασκάλου ξεκινά ως εξής: «ο Νίκος Μαρτίνος κατάγεται από τη Δρυοπίδα της Κύθνου» προβάλλοντας τον γενέθλιο τόπο ως το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του. Στη συνείδησή μου ο Νίκος Μαρτίνος είναι για τα Θερμιά ό,τι ο Παπαδιαμάντης για τη Σκιάθο.

Λυμπέρης Ζαμπέτας

«Η ανέλκυση» αποτελεί την πέμπτη συγγραφική κατάθεση του Ν. Μαρτίνου στον χώρο της λογοτεχνίας και  κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός».

[1] Από το ομώνυμο διήγημα που περιλαμβάνεται στο έργο του συγγραφέα «Ανάπλωρα» που κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ.

Κολυμβητικοί αγώνες στο Αμμουδάκι 2022

Άποψη του κοινού

Οι κολυμβητικοί αγώνες στο Αμμουδάκι συνεχίζουν και φέτος, (μετά από διετή απραξία λόγω κόβιντ) μια παράδοση μισού και πλέον αιώνα. Όσοι ως πιτσιρικάδες, έχουν λάβει μέρος στους αγώνες παλιότερων ετών, ασφαλώς ανακαλούν όμορφες αναμνήσεις όταν επιδεικνύουν με καμάρι τα μετάλλιά τους. Τέτοιες ωραίες στιγμές προσέφερε σήμερα στα “δελφινάκια” μας ο Σύνδεσμος, φιλοδοξώντας να συνεχιστεί η παράδοση αυτή, που συνδέει την Κανάλα με ευχάριστες αναμνήσεις, για πολλά χρόνια ακόμα. Και φέτος δεν έλειψε η καλή διάθεση, το κέφι, ο ενθουσιασμός, τα πειράγματα και γενικότερα το εορταστικό κλίμα. Κατά τα λοιπά η διοργάνωση άψογη, το κοινό θερμό κι ενθουσιώδες και οι επιδόσεις πολύ υψηλές. Και του χρόνου!