Γεώργιος Σικελιώτης: Τα κάλαντα, 1962
Τα κάλαντα είναι ίσως ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αναλλοίωτα ακόμα και σήμερα στην χώρας μας και συνδέονται με τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια. Ψάλλονται κυρίως από παιδιά, τα οποία είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες, περιέρχονται οικίες και καταστήματα με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου. Οι ενήλικες ψάλλουν τα κάλαντα συνήθως με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, τύμπανο, φλογέρα κ.λπ. Οι «καλαντιστές» (τραγουδιστές των καλάντων) ρωτούν: «Να τα πούμε;» και αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε ψέλνουν εξιστορώντας τα γεγονότα των ημερών, τη γέννηση του Χριστού, την έλευση του Αη Βασίλη κ.ά. Τελειώνουν πάντα με την ευχή «Και του Χρόνου» αφού παινέψουν τον νοικοκύρη, την κυρά και το σπίτι.
Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», η οποία με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό ρήμα καλώ, ονομάζω. Καλένδες ονομάζονταν, μάλλον από τον Ε’ αιώνα, οι πρώτες ημέρες των ρωμαϊκών μηνών, δηλαδή η αντίστοιχη των αρχαίων Ελλήνων “νουμηνία” (σημερινή πρωτομηνιά) και αφορούσαν περίοδο πέντε ή επτά πρώτων ημερών του μήνα. Από αυτές περιφημότερες ήταν Καλένδες του Ιανουαρίου, οι οποίες συνδέονταν με την έλευση του νέου χρόνου και γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Κατά τη διάρκεια των Καλενδών γίνονταν αμοιβαίες επισκέψεις συγγενών και φίλων με ανταλλαγή δώρων κυρίως μέλι, ξερά σύκα, ρόδια και χουρμάδες αλλά και μικρά νομίσματα.
Πιστεύεται όμως, ότι η ιστορία των Καλενδών πηγαίνει πολύ πιο πίσω στο χρόνο και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Λίγοι γνωρίζουν για παράδειγμα, ότι τα σημερινά χριστουγεννιάτικα κάλαντα σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα κατά τα «Πυανέψια», περιφέροντας την Ειρεσιώνη.
Η Ειρεσιώνη (από τη λέξη εἶρος που σημαίνει μαλλί προβάτου) ήταν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης περιτυλιγμένο με λευκό μαλλί και στολισμένο με κορδέλες από λευκό και κόκκινο μαλλί. Στις κορδέλες αυτές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων που ήταν κάθε λογής καρποί σύκα, αμύγδαλα, καρύδια, ρόδια, αλλά και μικρά μπουκαλάκια γεμάτα κρασί, μέλι, λάδι ψωμί και πολλά άλλα*.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό και έμοιαζε με το σημερινό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Την Ειρεσιώνη κρατούσαν αγόρια που είχαν και τους δυο γονείς τους εν ζωή και την περιέφεραν στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας από σπίτι σε σπίτι τις καλένδες (κάλαντα), λέγοντας ευχές και παινέματα για τον νοικοκύρη προσπαθώντας να επιτύχουν ένα γενναιόδωρο κέρασμα. Μετά την περιφορά της την κρέμαγαν έξω από τη θύρα του ναού του Απόλλωνα αλλά και πάνω από την εξώπορτά τους και την άφηναν εκεί μέχρι την ίδια ημέρα του επόμενου έτους για την αποτροπή κάποιου λοιμού, για να ικετεύει για ευλογία αγαθών, να φέρνει κάθε τι καλό αλλά και να διώχνει το κακό όλη τη χρονιά. Το στόλισμα και η περιφορά της Ειρεσιώνης συνηθίζονταν στις γιορτές Πυανέψια και Θαργήλια. Οι γιορτές ήταν αφιερωμένες στη θεά Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες. Ουσιαστικά, η Ειρεσιώνη, αποτελεί τον πρόγονο του στολισμού του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Το έθιμο αυτό ταξίδεψε μέσω των Ελλήνων ταξιδευτών και των Ευρωπαίων περιηγητών από την Ελλάδα στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες όπου δεν υπήρχαν ελιές, υπήρχαν όμως έλατα. Τα έλατα και τα άλλα δέντρα των βόρειων δασών άρχισαν να στολίζονται και κάπως έτσι έθιμο της Ειρεσιώνης επέστρεψε πίσω στην Ελλάδα εξευρωπαϊσμένο και χριστουγεννοποιημένο, από τον Όθωνα και τους Βαυαρούς, 1840.
Κάλαντα στο Βυζάντιο, 1070
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία Καλένδες ονομάζονταν οι γιορτές και τα πανηγύρια που οι λεγόμενοι “Εθνικοί”, συνήθιζαν να κάνουν στην 1η Ιανουαρίου και πολλές από τις οποίες διατηρήθηκαν από τους χριστιανούς. Οι Πατέρες όμως της Εκκλησίας απαγόρευαν ή απέτρεπαν το έθιμο αυτό, επειδή καταγόταν από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών, που είχε καταδικάσει η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ. και το οποίο πιθανώς τάραζε την επιβληθείσα κατάνυξη σε όλους τους τομείς δραστηριότητας των πιστών, με τις γιορτές και ευωχίες που το χαρακτήριζαν. Οι παλιές όμως συνήθειες του λαού, που ήταν μέρος της αρχαίας θρησκευτικής του λατρείας, ήταν βιώματα αιώνων και δεν ήταν δυνατόν να ξεριζωθούν και να σβήσουν, επειδή έδιναν ευκαιρία για διασκέδαση. Μπροστά στον κίνδυνο να διακοπεί το έθιμο, οι “πιστοί” εισήγαγαν δημοτικά ευχητικά τραγούδια για τις αντίστοιχες χρονικά θρησκευτικές εορτές και έτσι το έθιμο συνεχίζει και σήμερα με την ονομασία “Κάλαντα”. Αν και αρχικά η Εκκλησία απέρριψε τα κάλαντα ως ειδωλολατρικό έθιμο, στη συνέχεια τα αποδέχτηκε και τα αφομοίωσε σε τόσο μεγάλο βαθμό που κατέληξαν να αποκτήσουν καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο (Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλη,… ή Άγιος Βασίλης έρχεται,…).
Νικηφόρος Λύτρας: Τα κάλαντα, 1872
Αναλλοίωτο χαρακτηριστικό του εθίμου των καλάντων είναι το γνωστό σε όλους μας κέρασμα/φιλοδώρημα, το οποίο σήμερα είναι συνήθως κάποιο χρηματικό ποσό. Παλαιότερα, όμως, ήταν κυρίως φαγώσιμα, όπως γλυκά, πίτες, αυγά, λουκάνικα, κότες, αμύγδαλα, ρόδια, κρασί, κ.ά. Γι αυτό και οι καλαντιστές προσπαθούσαν να πουν όσο το δυνατόν περισσότερα παινέματα, ώστε να πάρουν και μεγαλύτερο κέρασμα (Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,…). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα κάλαντα όλων των νησιών, μη εξαιρουμένων αυτών που λέγονταν παλιότερα στη Δρυοπίδα, όπου οι καλαντιστές αφιέρωναν περισσότερο χρόνο από το τραγούδι τους για να παινέσουν τον νοικοκύρη (Σε αυτό το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μην ραγίσει και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει…), παρά για εξιστορήσουν τα γεγονότα όπως τον ερχομό του Χριστού ή την έλευση του Αη Βασίλη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πολυάριθμες παραλλαγές καλάντων που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, άλλα σε δημοτική και άλλα σε λόγια γλώσσα. Σχεδόν κάθε περιοχή, κάθε νησί, πολλές φορές και κάθε χωριό έχει τα δικά του, ξεχωριστά κάλαντα. Ανάλογα με τον τόπο και τις εποχές, τα παιδιά που ψάλλουν τα κάλαντα κρατούν πολύχρωμα φαναράκια, καράβια ή εκκλησίες φωτισμένες εσωτερικά, σιδερένια τρίγωνα ή ραβδιά στολισμένα με λουλούδια σαν τους αρχαίους θύρσους. Οι στίχοι διαμορφώνονται ανάλογα με τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της κάθε περιοχής και η μουσική ανάλογα με την παράδοση του κάθε τόπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιοχές των Επτανήσων, της Θράκης, της Ηπείρου, των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων, του Ανατολικού Αιγαίου, του Πόντου, της Κρήτης και της Μικρά Ασίας. Τα παλαιότερα χρόνια τα κάλαντα δεν τραγουδιόντουσαν μόνο, αλλά και παίζονταν από παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Για αυτό τον λόγο, πολλές φορές θύμιζαν περισσότερο παραδοσιακά τραγούδια, παρά κάλαντα. Στον Ελλαδικό χώρο έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο των χριστουγεννιάτικων καλάντων. Στις μέρες μας, εκτός από τα παραπάνω, έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά κυρίως χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά από τα οποία έχουν μεταγλωττιστεί στην ελληνική γλώσσα και δυστυχώς τείνουν να υπερκαλύψουν τα παραδοσιακά κάλαντα.
Στάμη Τσικοπούλου – Μαρτίνου
Ειρεσιώνη
*Στη ζωοφόρο του Αγίου Ελευθερίου, της παλιάς εκκλησίας που βρίσκεται στα δεξιά της εισόδου της Μητρόπολης των Αθηνών, υπάρχει ανάμεσα σε άλλες και η παράσταση ενός παιδιού από τα προχριστιανικά χρόνια, (αυτού της εικόνας) που κρατά στον ώμο του ένα κλαδί δάφνης (βάγια), στολισμένο με καρπούς και κλωστές από άσπρα και κόκκινα μαλλιά προβάτου, την Ειρεσιώνη.