Στο παρόν λήμμα παρατίθενται αυτούσια τα κείμενα του συνδεσμικού ημερολογίου 2010 μια εξαιρετική εργασία της Στάμης Τσικοπούλου-Μαρτίνου 

Νυχτόμπολες μπροστά στο Τέμπλο του Αη Μηνά φωτ.: Γιώργος Αναλυτής

Στο φετινό ημερολόγιο [2010] του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστούν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά θερμιώτικα υφαντά, τα οποία, εδώ και αρκετό καιρό, έχουν σχεδόν πλήρως εκτοπισθεί από τα αντίστοιχα βιομηχανικά. Μιλώντας για τα υφαντά της Δρυοπίδας, θα αναφερθούμε στην υφαντική τέχνη στα Θερμιά στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, όπως μάς την περιέγραψαν οι μεγαλύτερες γυναίκες του Χωριού.

Η υφαντική τέχνη σημαίνει τη συγκεκριμένη τεχνική της ύφανσης, δηλαδή τη διαπλοκή των νημάτων για τη δημιουργία του υφάσματος· αλλά συχνά δηλώνει και ολόκληρο τον κύκλο παραγωγής των υφαντών και επομένως εμπεριέχει διάφορες επιμέρους τεχνικές, όπως τη δημιουργία του νήματος και τη βαφή του, το διάσιμο του στημονιού και το στήσιμο της κρεβαταριάς.

Τα παλιότερα χρόνια, στην αγροτοποιμενική Ελλάδα, η υφαντική τέχνη αποτελούσε αναπόσπαστο στοιχείο της σύνολης παραγωγικής δραστηριότητας του αγροτικού νοικοκυριού. Χωρίς αυτήν, η επιβίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, ο οποίος αντλούσε τα προς το ζην από την καλλιέργεια της γης και την εκτροφή των ζώων, ήταν αδύνατη. Αλλά και όταν άρχισε να αναπτύσσεται το εμπόριο, το περίσσευμα που παρείχε τη δυνατότητα ν’ αγοραστούν κάποια προϊόντα, συμπληρωματικά της αγροτικής παραγωγής, ήταν ελάχιστο. Η παράλληλη ενασχόληση της νοικοκυράς, αλλά και γενικότερα του γυναικείου πληθυσμού, με την υφαντική ήταν απολύτως αναγκαία για να μπορέσει η οικογένεια να επιβιώσει, εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα υφαντά για τα στρωσίδια, τα σκεπάσματα, το ρουχισμό κ.λπ.

Σήμερα, που έχουμε πια αστικοποιηθεί σαν κοινωνία και προμηθευόμαστε σχεδόν τα πάντα από την αγορά, εκείνο που μας προξενεί εντύπωση, είναι το μέγεθος του μόχθου της νοικοκυράς και των νέων κοριτσιών που απαιτούσε η παραγωγή του μάλλινου νήματος, η βαφή του, το διάσιμό του και τέλος η ύφανσή του. Απορούμε όμως και για το πώς, μέσα απ’ αυτή την τόσο κοπιαστική δραστηριότητα που αναπτυσσόταν παράλληλα με τις άλλες αγροτικές εργασίες, η υφάντρα μπορούσε να μετατρέπει το μόχθο σε τέχνη, φτιάχνοντας υφαντά που σήμερα προκαλούν το θαυμασμό μας.

Τα υφαντά που παρουσιάζουμε φέτος στο ημερολόγιο του Συνδέσμου, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της υψηλής αισθητικής που χαρακτηρίζει την υφαντική τέχνη και στα Θερμιά. Ωραία υφαντά βέβαια βρίσκουμε και σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο.

Κάθε τόπος όμως βάζει τη δική του σφραγίδα, τον δικό του τρόπο έκφρασης και αίσθησης του ωραίου και, γι’ αυτό, ο ίδιος τύπος υφαντού δεν απαντάται με την ίδια μορφή σε όλες τις περιοχές.

Στην παραδοσιακή υφαντική, η ομορφιά συνήθως συμβαδίζει με την στερεότητα, την υψηλή ποιότητα και την αντοχή του υφαντού στο χρόνο. Χαρακτηριστικά εντελώς διαφορετικά από εκείνα των περισσότερων βιομηχανικών υφαντών της γρήγορης ανάλωσης ενός κόσμου που συνεχώς τρέχει να ικανοποιήσει ανάγκες, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητές.

Τέχνη λοιπόν και ομορφιά εκπέμπουν τα θερμιώτικα υφαντά στο μέτρο της ανάγκης, στην μικροκλίμακα της έλλειψης. Και μέσ’ στην ομορφιά ο έρωτας, πανταχού παρών, καθώς ο χτύπος της κρεβαταριάς που ’ρχεται από το ανωγάκι, δεν υπογραμμίζει απλά την εργώδη προσπάθεια της νέας που υφαίνει τα προικιά της, αλλά γίνεται ταυτόχρονα και κάλεσμα αντάμωσης με τον καλό της.

Όταν περνάω αγάπη μου το δρόμο του σπιτιού σου

πολύ γλυκός μού φαίνεται ο ήχος τ’ αργαλειού σου

τραγουδούσε παλιά ο Στέφανος Μαρτίνος για να συμπληρώσει ο Γερο-βιολιτζής στο CD του Συνδέσμου «Ένα τραγούδι θε να πω» (Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2007) με το δημοτικό τραγούδι:

«Την ευχή μου να ’χεις

αργαλειό να μάθεις

άντε χέρια πόδια να κουνάς

τη σαΐτα να περνάς.

Να περνάς το χτένι

ν-η κόρη που το φαίνει

άντε να περνάς και τ’ αργαλειό

με τα χεράκια σου τα δυο

Ευχή λοιπόν για την τόσο ωφέλιμη δραστηριότητα, που πάει μαζί με την τρυφερή εικόνα της όμορφης νιάς που χτυπά τον αργαλειό της με τα δυο της τα χεράκια. Αλλά και σήμερα ο απόηχος του ζωντανού αργαλειού, ως ωφέλιμου εργαλείου και ως μέσου ερωτικού καλέσματος, διασώζεται καθώς χορεύουμε στο ρυθμό του συρτού:

Δικός μας είν’ ο αργαλειός

μαύρα γλυκά μου μάτια

αχ δικό μας και το χτένι

δική μας είν’ κι η κοπελιά

που φαίνει και ξυφαίνει

και το νου μου τόνε παίρνει

Οι ίδιες όμως οι υφάντρες, επειδή ήταν αναγκασμένες να κάθονται πολλές ώρες στον αργαλειό, σε μια ορισμένη στάση, τραγουδούσαν στενάζοντας:

Το κέντημα είναι γλέντημα

κ’ η ρόκα είναι σεργιάνι

μα αυτός ο δόλιος ο αργαλειός

είναι σκλαβιά μεγάλη.

Κάματος, λοιπόν, μόχθος, και συνάμα αίσθηση και έκφραση του ωραίου, χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα του αγροτικού νοικοκυριού, στο οποίο ο ρόλος της γυναίκας έχει δεσπόζουσα σημασία, καθώς δεν περιορίζεται στην καθ’ αυτό πρωτογενή παραγωγή, αλλά επεκτείνεται σε τομείς που αργότερα θα καλυφθούν από τη βιομηχανία στους κλάδους των τροφίμων, της υφαντουργίας κ.λπ.

Και ο αργαλειός; Πολύτιμο και σύνθετο εργαλείο, του οποίου το στήσιμο και η λειτουργία απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Αποτελεί δε περιουσιακό στοιχείο, το οποίο μεταβιβάζεται από τη μάνα ακόμα και στο γιό, όπως αποκαλύπτεται από δωρητήριο συμβόλαιο του έτους 1865, το οποίο ανίχνευσε η δικηγόρος κ. Μαριέττα Γεωργούλη στο υποθηκοφυλακείο της Κύθνου και ευγενώς διάθεσε για τις ανάγκες της παρούσας έκδοσης.

Δωρητήριον.-. 707 .- πράξεως

Eν Δρυοπίδι Κύθνου σήμερον τήν έκτην του μηνός Νοεμβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εξηκοστού πέμπτου έτους ημέραν Σάββατον ενώπιον εμού του Συμβολαιογράφου Δρυοπίδος καί Κύθνου Ιωάννου Δημάκη εδρεύοντος καί κατοικούντος εις τόν Δήμον Δρυοπίδος ένθα κληθείς εν τη οικία του ………… εν τη πόλει του Δήμου Δρυοπίδος ένθα κληθείς μετέβην εμφανισθέντες αυτοπροσώπως οι γνωστοί μοι καί άσχετοι συγγενείας κύριοι ……… δωρεί εις τόν ρηθέντα υιόν της ……….. τά εξής κινητά καί ακίνητα κτήματα αυτής. Πρώτον το χωράφιόν της εις τήν θέσιν ……….. ἀπό κινητά μία κρεβαταρία μεθ’ όλων αὐτῆς τά ἀναγκαῖα ἤτοι κτένια, ἀντία καί λοιπά καί ἕνα μονόπανο άπαντα ἀξίας δραχμῶν είκοσι ……..

Το εισαγωγικό αυτό σημείωμα κλείνει μ’ ένα εύλογο ερώτημα. Κατά πόσον δηλαδή η τέχνη της υφαντικής που μοιάζει να ’χει χαθεί, θα μπορούσε να αναβιώσει στο νησί με διαφορετικούς όρους από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, σε μια εποχή που οι ανθρώπινες ανάγκες έχουν αλλάξει ριζικά και τα παλιά ωραία υφαντά είτε έχουν χαθεί, είτε βρίσκονται βαθιά μέσα στις κασέλες. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ξεπερνά κατά πολύ το πλαίσιο αυτού του ημερολογίου. Εδώ απλά κάνουμε μια προσπάθεια να τα καταγράψουμε ανατρέχοντας στις μνήμες των μεγαλυτέρων εν ζωή Θερμιωτών και να τα φωτογραφίσουμε, ελπίζοντας οι νεότεροι να τα μάθουν και να τα εκτιμήσουν όπως τούς πρέπει. Τα υπόλοιπα θ’ ακολουθήσουν.

Για τον Σύνδεσμο Δρυοπιδέων Κύθνου

Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου

Η προετοιμασία του μαλλιού και το διάσιμο του στημονιού

Για να γίνει η ύφανση των βαμβακερών και των μάλλινων υφασμάτων στην κρεβαταριά, ήταν απαραίτητα το στημόνι και το υφάδι. Το στημόνι ήταν το νήμα που απλωνόταν κατά κλωστές από το ένα αντί της κρεβαταριάς και έφθανε μέχρι το άλλο. Το στημόνι ήταν γερό βαμβακερό νήμα του εμπορίου.  Μπορούσε επίσης να είναι από λεπτό μάλλινο νήμα, που έκαναν οι ίδιες οι γυναίκες με τη ρόκα και το αδράχτι. Το υφάδι ήταν το βαμβακερό ή μάλλινο νήμα που το περνούσαν με την σαΐτα ανάμεσα από τις κλωστές του στημονιού και το κτυπούσαν με το χτένι, ώστε να σμίξουν και να σφίξουν μεταξύ τους οι κλωστές και να γίνει έτσι το ύφασμα. Για την ύφανση πάνινων υφασμάτων χρησιμοποιούσαν βαμβακερό νήμα, διαφόρων χρωμάτων, που το αγόραζαν από το εμπόριο. Για την ύφανση μάλλινων σκεπασμάτων ή στρωσιδιών, χρησιμοποιούσαν σαν πρώτη ύλη το μαλλί του προβάτου ή της κατσίκας.

Προετοιμασία του μάλλινου νήματος

Τα πρόβατα στα Θερμιά τα κουρεύανε δυο φορές το χρόνο. Τα πρωτοκούρευαν τον Μάη μήνα, μετά τ’ Άη Γιωργιού που «θε’ να ζεσταθεί η μέρα», αφού πρώτα τα κολυμπούσαν στη θάλασσα για να καθαρίσει το μαλλί τους. Το μαλλί αυτό ήταν μακρύ και μπορούσαν να το τυλίγουν όλο μαζί και να το κάνουν ένα στρίμμα. Τα στρίμματα πρώτα τα ζεματούσαν για να φύγει ο μαλόρρουπος (ο οίσυπος, δηλαδή το φυσικό λίπος του μαλλιού) και μετά τα πλένανε.

Αφού τα στέγνωναν τα ’ξαιναν με το χέρι ή με την ξάστρα, μια ξύλινη ξύστρα με σιδερένια δοντάκια. Από αυτό το μαλλί διάλεγαν τα πιο μακριά κομμάτια και τα πιο ωραία και, αφού τα ’ξαιναν, δηλαδή τα αραίωναν ελαφρά, τα μάζευαν σε μικρές μπάλες, τις λεγόμενες τουλούπες, τις οποίες βάζανε στη ρόκα και άρχιζαν το γνέσιμο. Μ’ αυτά τα μακριά μαλλιά ύφαιναν τα λεπτά υφαντά, τα δισάκια και τις καρβατζίκες. Τα μαλλιά που απέμεναν, και που ήταν συνήθως άγρια και μπλεγμένα, τα ’πλεκαν και τα κάνανε παστούρες.

Τον Αύγουστο μετά του Σωτήρα, αφού κολυμπούσαν και πάλι τα πρόβατα και τα ξανακούρευαν. Τη φορά αυτή δεν κούρευαν ολόκληρο το πρόβατο αλλά άφηναν ανέπαφο το μαλλί στη ράχη του, κάνοντας ένα σαμάρι, γιατί ερχόταν ο χειμώνας και το πρόβατο έπρεπε να έχει πολύ μαλλί για να προφυλαχθεί από το κρύο. Το μαλλί που έπαιρναν αυτή τη φορά ήταν κοντό και γι’ αυτό το έλεγαν κολόκουρο (:κοντοκουρεμένο). Το κολόκουρο μαλλί που ήταν μαλακό το στιβάζανε, δηλαδή το ξαίνανε με το δοξάρι, που ήταν ένα ξύλο «ζαβό, ξαργιτάρικο», του οποίου η μια άκρη ήταν κυρτή.

Πάνω στο δοξάρι βάζανε την κόρδα, μια τρίχα από βουβάλι αγοραστή με τη βοήθεια της οποίας ξαίνανε το μαλλί. Η όλη κατασκευή θύμιζε το δοξάρι του βιολιού. Το ξασμένο μαλλί το στερέωναν στη ρόκα για να το γνέσουν και να γίνει το νήμα.

Η ρόκα ήταν φτιαγμένη συνήθως από ξύλο λυγαριάς και πάνω της είχε δεμένο ένα χοντρό σπάγκο, τον κλώνο, με τον οποίο στερέωναν την τουλούπα του μαλλιού. Με τη βοήθεια του αδραχτιού άρχιζαν το γνέσιμο, στερεώνοντας τις ρόκες συνήθως κάτω από τη μασχάλη. Με το αριστερό χέρι έπαιρναν μαλλί από τις τουλούπες και το έστριβαν. Συνέχιζαν το στρίψιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού.

Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι πάνω στο οποίο είχαν δέσει την άκρη του νήματος, όπως γυρίζουμε τη σβούρα, και έτσι λίγο-λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γινόταν κλωστή. Στην κάτω άκρη του αδραχτιού ήταν στερεωμένο το σφεντύλι (σφονδύλι), για να δίνει βάρος στο αδράχτι και να περιστρέφεται πιο γρήγορα. Με την περιστροφή το μαλλί κλώθεται, και το νήμα τυλίγεται γύρω από το αδράχτι. Το μάλλινο νήμα το έκαναν λεπτό ή χονδρό, περισσότερο ή λιγότερο στριμμένο, ανάλογα με το τι ήθελαν να υφάνουν. Το γνεσμένο το νήμα το τύλιγαν στο τυλιάδι (τυλιγάδι) και το έκαναν ματσάκια, τα οποία έβαφαν. Στη συνέχεια τα βάζανε στη σβία και τύλιγαν το νήμα στα μασούρια.

Προετοιμασία του στημονιού

Τα παλιότερα χρόνια το βαμβακερό νήμα, πριν το χρησιμοποιήσουν, το ’βαζαν στη σκάφη και το μούλιαζαν με ζεστό νερό, στο οποίο πρόσθεταν και αλεύρι και το κολλάριζαν για να μην σπάνε οι κλωστές κατά την ύφανση. Στη συνέχεια το άπλωναν στις καλαμιές να στεγνώσει. Αφού στέγνωνε, το έβαζαν στην ανέμη και το καλαμίζανε, το τύλιγαν δηλαδή στο καλαμοκάνι. Το τυλιγμένο νήμα το πήγαιναν στη διάστρα (= ισιάστρα) η οποία ίσωνε και διέτασσε τις κλωστές του στημονιού για το πέρασμά του στον αργαλειό.

Το διάσιμο του στημονιού

Το τελευταίο στάδιο της προετοιμασίας πριν την ύφανση ήταν το διάσιμο του στημονιού, δηλαδή η διάταξη του νήματος του στημονιού για το πέρασμά του στον αργαλειό. Στο Χωριό, ενώ όλες οι γυναίκες ήξεραν να υφαίνουν, ελάχιστες ήταν οι διάστρες που ήξεραν να στήνουν τον αργαλειό. Η διάστρα είχε στήσει στα χωράφια πάλους (πασσάλους) πάνω στους τοίχους των περιφράξεων. Ανάλογα με το πόσο μακρύ πανί ήθελε να υφάνει η υφάντρα, 50 ή 60 ή 70 πήχες, η διάστρα πήγαινε στον αντίστοιχο τοίχο και τύλιγε το νήμα γύρω από τους πάλους πηγαινοερχόμενη από τον ένα στον άλλο.

Γι’ αυτό και όταν κανένα παιδί δεν καθόταν ήσυχο του έλεγαν «κάτσε χάμω πια, που πας κι έρχεσαι σαν τη διάστρα».

Όταν η διάστρα διαζότανε το νήμα πάνω στους πασσάλους, έβαζε κάθε πέντε πήχες ένα σημάδι. Σημάδευε την κλωστή σαλιώνοντας το δάκτυλό της και πιάνοντας λίγο χώμα. Το πόσες φορές θα πηγαινοερχόταν εξαρτώνταν από το ύφασμα που θα υφαινόταν στη συνέχεια και άρα από το αντίστοιχο χτένι που θα χρησιμοποιούσε η υφάντρα. Τις κλωστές του στημονιού τις μετράγανε κατά ζευγάρια και ανάλογα με τον αριθμό των ζευγαριών προσδιόριζαν και το πλάτος του πανιού που θα ύφαιναν. Στη συνέχεια η διάστρα έφερνε το νήμα και το έβαζε στον αργαλειό που γινόταν πλέον στημόνι.

Η κρεβαταριά

Ο αργαλειός είναι μια ξύλινη κατασκευή, αρκετά πολύπλοκη, και απαντάται με διάφορα ονόματα, όπως εργαλειός, ανυφαντήρι, αργαστήρι, αντίας (Χίος), ανυφανταριό (Κρήτη), κράβατο, κρεβαταριά κ.ά., τελερίν (Κύπρος).

Κρεβαταριά (αργαλειός)

Τον αργαλειό στα Θερμιά τον λένε κρεβαταριά. Παλιά, τις κρεβαταριές στο Χωριό τις έφτιαχναν οι ντόπιοι μαραγκοί. Όταν ήθελαν να τις μεταφέρουν σε άλλο μέρος, μπορούσαν να τις ξεστήνουν και να τις ξαναστήνουν. Συνήθως τις είχαν σε ένα δωματιάκι απομονωμένο από το υπόλοιπο σπίτι, στο ανώι ή κάπου αλλού. Η λειτουργία της κρεβαταριάς στηρίζεται στην προσπάθεια να διασταυρωθούν, ένα προς ένα, τα κάθετα και τα οριζόντια νήματα, το στημόνι και το υφάδι. Το στημόνι το ’βαζε με ειδική τεχνική στον αργαλειό η διάστρα και η υφάντρα ύφαινε με το υφάδι.

Η κρεβαταριά φτιαχνόταν από τέσσερα ισομεγέθη γερά ξύλα, τα οποία τοποθετούνταν όρθια. Τα ξύλα αυτά τα στερέωναν με άλλα οριζόντια ξύλα και η όλη κατασκευή σχημάτιζε ένα παραλληλεπίπεδο. Τα δυο οριζόντια ξύλα, που ήταν τοποθετημένα στο πάνω μέρος της κρεβαταριάς, είχαν σκαλιά (εγκοπές), οκτώ το ένα και πέντε το άλλο, για να μετακινούνται μπρος-πίσω οι μίτοι και το πέταλο. Οι μίτοι ή μιτάρια ήταν δύο παράλληλα κυλινδρικά ξυλαράκια που πάνω τους ήταν δεμένοι πολλοί λεπτοί σπάγγοι. Τους μίτους τούς στερέωναν με σχοινιά σε δύο πλατσούνια (ξύλινους μακαράδες ή καρούλια) για να μπορούν να μετακινούνται πάνω-κάτω, και στη συνέχεια, έδεναν τα σχοινιά σε δύο ξύλα ή καλάμια που τα τοποθετούσαν στο πάνω μέρος της κρεβαταριάς. Στο κάτω μέρος οι μίτοι ήταν συνδεδεμένοι με τις πατήθρες, ξυλάκια σαν τα πεντάλ του αυτοκινήτου. Σ’ ένα ακόμη ξύλο στο πάνω μέρος της κρεβαταριάς ήταν στηριγμένο το πέταλο, που ήταν φτιαγμένο από δυο ξύλα που είχαν μια υποδοχή, για να μπαίνει μέσα και να στηρίζεται το χτένι. Το πέταλο στο πάνω μέρος του είχε μια ξύλινη λαβή για να το κρατάει η υφάντρα. Στις στενές πλευρές της κρεβαταριάς περιστρέφονταν δύο αντιά, τα οποία βάζανε στις υποδοχές που είχαν τα όρθια ξύλα της κρεβαταριάς. Πάνω στο πισαντί (πισινό αντί) τυλιγόταν το στημόνι ενώ στο άλλο αντί, που βρισκόταν μπροστά από την υφάντρα, τυλιγόταν το υφασμένο πανί.

Η πιο πολύπλοκη εργασία ήταν το πέρασμα του στημονιού στον αργαλειό. Απ’ αυτό εξαρτιόταν το είδος της ύφανσης και η διακόσμηση του υφαντού. Η διάστρα έφερνε το νήμα που είχε διάσει στους πάλους, να το βάλει στην κρεβαταριά για να γίνει το στημόνι. Στερέωνε με τον έγκαρδο την μια άκρη του στο πισαντί και άρχιζε να το τυλίγει γύρω του. Ο έγκαρδος ήταν μια λεπτή σιδερένια βέργα ή ένα πολύ λεπτό καλάμι. Καθώς τύλιγε το στημόνι στο αντί, κάθε φορά που εύρισκε κλωστές που πάνω τους είχαν σημάδια από το διάσιμο, έβαζε σε κοντινές αποστάσεις τρεις κούτσες για να συγκρατήσει τις κλωστές πάνω στο αντί. Τις κούτσες τις έφτιαχναν κόβοντας στα τέσσερα ένα καλάμι που είχε μήκος όσο το πλάτος του υφάσματος που θα ύφαιναν. Η διάστρα πληρωνόταν ανάλογα με το πόσες κούτσες στημόνι έβαζε. Μετά έφερνε μπροστά το στημόνι και περνούσε ανάμεσα στις κλωστές του δύο ολόκληρα καλάμια. Το κάθε ένα απ’ αυτά χώριζε τις κλωστές του στημονιού σε δύο ομάδες. Επειδή ανάμεσα στα δυο καλάμια σταυρώνανε οι κλωστές του στημονιού, τα λέγανε σταυροκάλαμα.

Μετά η διάστρα περνούσε το στημόνι στους μίτους με τους οποίους θα γίνονταν τα σχέδια κατά την ύφανση. Έπιανε τον κάθε ένα σπάγκο του μιταριού και στρίβοντάς τον στη μέση με το δάκτυλό της έκανε μια μικρή θηλιά. Μέσα από αυτή τη θηλιά περνούσε με βελονάκι ένα ζευγάρι κλωστές του στημονιού. Για να γίνει στέρεα η ούγια του υφαντού, δηλαδή η άκρη του, περνούσε στην αρχή και το τέλος από την ίδια θηλιά τρεις διπλές κλωστές του στημονιού μαζί. Για να υφάνουν κουρελούδες χρειάζονταν να μπουν στην κρεβαταριά δύο μίτοι. Για το πανί της πραμάτισης χρειάζονταν τέσσερις μίτοι.

Στη συνέχεια, περνούσε με την τσιμπίδα τις κλωστές του στημονιού ανάμεσα από τα δόντια του χτενιού. Τα χτένια δεν ήταν όλα ίδια, άλλα ήταν πιο πυκνά και άλλα πιο αραιά. Για να υφάνουν μια κουρελού χρειάζονταν χτένι με 100 δόντια χοντρά σαν τα δόντια της τσατσάρας, ενώ για ένα λεπτό βαμβακερό πανί χρειάζονταν χτένι με 200 δόντια. Επειδή τα χτένια ήταν αγοραστά πρόσεχαν πολύ να μη σπάσει κανένα δόντι τους, γιατί τότε ήταν άχρηστα. Το χτένι έμπαινε μέσα στο πέταλο. Αφού περνούσε η διάστρα το στημόνι μέσα στο ξυλόχτενο, τραβούσε λίγο και το τύλιγε στο μπροστινό αντί, στερεώνοντας τις κλωστές του με έναν ακόμη έγκαρδο. Στη συνέχεια, στερέωναν το μπροστινό αντί με το παλουκόχερο για να μην περιστρέφεται κατά την ύφανση. Τέλος αντιστήριζαν μ’ ένα σίδερο στον τοίχο την κρεβαταριά και ύστερα άρχιζε η ύφανση.

Μπροστά από το μπροστινό αντί υπήρχε μια τάβλα που χρησίμευε για να κάθεται η υφάντρα. Για να υφάνει περνούσε το υφάδι σε μασούρι το οποίο έβαζε στη σαΐτα. Ανάλογα με το πόσο λεπτό ή χοντρό ήταν το νήμα χρησιμοποιούσε και το κατάλληλο μασούρι και την αντίστοιχη σαΐτα, μικρότερη ή μεγαλύτερη.

Για να συγκρατεί η υφάντρα το πανί που ύφαινε τεντωμένο κι έτσι να μπορεί να υφαίνει καλύτερα και ευκολότερα, στερέωνε πάνω του την ξίγκλα (τεντώστρα). Καθώς προχωρούσε η ύφανση και μεγάλωνε το πανί, η υφάντρα μετακινούσε όλο και προς τα πίσω τους μίτους και το πέταλο, αλλάζοντάς τους θέση στα δόντια. Όταν έφταναν στο τελευταίο δόντι, αφού πια είχε υφάνει κάμποσο πανί ή υφάντρα, έβγαζε τον έγκαρδο και το τύλιγε στο μπροστινό αντί, ενώ ταυτόχρονα ξετύλιγε στημόνι από το πισινό αντί. Συνεχίζοντας με αυτό τον τρόπο ύφαινε το υφαντό. Η δουλειά στον αργαλειό απαιτούσε δύναμη χεριών και συντονισμό κινήσεων, μια και η υφάντρα χρησιμοποιούσε ταυτόχρονα χέρια και πόδια. Γι’ αυτό τη θεωρούσαν πολύ επίπονη.

Το πανί της πραμάτισης

Πανί της πραμάτισης ονόμαζαν στη Δρυοπίδα το πανί που το ύφαιναν σχηματίζοντας σχέδια κατά την ύφανσή του. Για να γίνει το πανί της πραμάτισης η διάστρα περνούσε το στημόνι σε τέσσερις μίτους αντί για δύο που χρησιμοποιούσαν για να υφάνουν πιο απλά υφαντά, όπως για παράδειγμα τα χράμια και τις κουρελούδες. Η διάστρα περνούσε τις κλωστές του στημονιού στους μίτους ανάλογα με το σχέδιο που ήθελε να υφάνει η υφάντρα και στο τέλος της υποδείκνυε και τον τρόπο που θα γινόταν το συγκεκριμένο σχέδιο. Της υποδείκνυε, δηλαδή, τη σειρά με την οποία έπρεπε να πατάει τις πατήθρες, τα ποδαρικά, που θα οδηγούσαν το σχέδιο που ήθελε να υφάνει. Για να μην ξεχνά η υφάντρα τη σειρά, η διάστρα της την σημείωνε πάνω στον αργαλειό π.χ. μπροστινό μεσιανό, μεσιανό ακριανό.

Οι μίτοι, τα μιτάρια, ανεβοκατεβαίνουν με τη βοήθεια των ποδαρικών (πατήθρες) που βρίσκονται στα πόδια της υφάντρας και ήταν δεμένοι από αυτά. Πατώντας ένα ποδαρικό η υφάντρα, έκανε το μιτάρι, που ήταν δεμένο σ’ αυτό, να κατέβει και κατά συνέπεια να κατέβουν και εκείνες οι κλωστές του στημονιού που ήταν περασμένες σε αυτό. Τότε ανάμεσα στις κλωστές του στημονιού εδημιουργείτο ένα κενό, ένα μάτι, μέσ’ από το οποίο περνούσε η υφάντρα τη σαΐτα με το υφάδι, που ήταν τυλιγμένο στο μασούρι της. Στη συνέχεια η υφάντρα πατούσε το άλλο ποδαρικό, οπότε κατέβαινε το άλλο μιτάρι και έτσι σταύρωναν οι κλωστές του στημονιού, κλείνοντας ανάμεσά τους το υφάδι. Με το χτένι χτυπούσε η υφάντρα την κλωστή που μόλις είχε περάσει για να σμίξει και να σφίξει με τις άλλες που είχαν ήδη υφανθεί και έτσι να γίνει το ύφασμα. Αν ήθελε να γίνει πυκνό το υφαντό, κτυπούσε δυνατά το ξυλόχτενο και, αν το ήθελε πιο αραιό, ανάλαφρα. Έτσι συνδυάζοντας τις κινήσεις των χεριών και των ποδιών της η υφάντρα κατόρθωνε να υφάνει το πανί.

Για να γίνουν τα σχέδια της πραμάτισης, επειδή το στημόνι περνούσε σε τέσσερεις μίτους, η υφάντρα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική, ώστε να πατά με την ενδεδειγμένη σειρά τις πατήθρες που ανεβοκατέβαζαν τα αντίστοιχα μιτάρια, τα οποία σταύρωναν με πολλούς τρόπους τις κλωστές του στημονιού. Το χτένι που χρησιμοποιούσαν για να υφάνουν το πανί της πραμάτισης είχε 200 δόντια.

Με το πανί της πραμάτισης έφτιαχναν χρωματιστές κουβέρτες με σχέδια, τις λεγόμενες καραμελωτές, νυχτόμπολες, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, καρβατζίκες κ.ά.

Η πραμάτιση είχε συγκεκριμένα σχέδια που τα ήξερε η υφάντρα και τα παράγγελνε στην διάστρα ώστε αυτή να διάσει κατάλληλα τις κλωστές του στημονιού που θα έβαζε στην κρεβαταριά. Για παράδειγμα της παράγγελνε: «θέλω να υφάνω πανί για μια κουβέρτα με την πραμάτιση με τα στεφανάκια ή με τους ρόμβους ή με τις μαργαρίτες ή με πατήματα. Τα ονόματα αυτά τα έπαιρνε το πανί από το σχέδιο που σχηματιζόταν σ’ όλο το μήκος του κατά την ύφανση. Τα σχέδια ήταν γεωμετρικά και σχημάτιζαν ρόμβους, τρίγωνα, παραλληλόγραμμα, τετράγωνα ή κανονικά πολύγωνα, όπως εξάγωνα ή οκτάγωνα. Ομάδες από τα σχήματα αυτά σχημάτιζαν διάφορα σχέδια που θύμιζαν στεφάνια, μαργαρίτες κ.ά.

Αργότερα, όταν όλο και λιγότερες γυναίκες ύφαιναν, στο χωριό απέμειναν οι επί πληρωμή υφάντρες για να υφαίνουν τα πανιά της πραμάτισης. Όταν η επαγγελματίας υφάντρα είχε μια πραμάτιση επάνω στην κρεβαταριά, είχε δηλαδή στημένη με συγκεκριμένο τρόπο την κρεβαταριά, με αυτή θα σου έκανε οτιδήποτε της παράγγελνες, δεν μπορούσε να αλλάξει το σχέδιο. Αν ήθελες άλλο σχέδιο θα περίμενες να τελειώσει πρώτα όλες τις παραγγελίες της για το συγκεκριμένο σχέδιο και όταν άλλαζε πραμάτιση να υφάνει και τη δική σου παραγγελία.

’Nτρομιδόφυλλο (ήαντρομιδόφυλλο ή’ντρομιδάκι ήφυλλοντρόμιδο)

Ντρομιδόφυλλο στο σοκάκι φωτ.: Στάμη Τσικοπούλου – Μαρτίνου

Το ’ντρομιδόφυλλο (φύλλο μιας αντρομίδας) ήταν το υφαντό με το οποίο σκεπαζόταν η κασέλα ή το μπαούλο με τα ρούχα. Τα ’ντρομιδόφυλλα ήταν δύο ειδών: τα χειμωνιάτικα και τα καλοκαιρινά.

Τα χειμωνιάτικα ήταν υφασμένα με αρνίτσικο μαλλί, δηλαδή μαλλί από αρνάκια, που ήταν μαλακό, κόκκινο ή πράσινο και κόκκινο βαμβακερό στημόνι, και είχαν στις δυο τους άκρες μπορντούρες με σχέδια σε διάφορα χρώματα αλλά και πολύχρωμα σχέδια στο κέντρο τους.

Στα ’ντρομιδόφυλλα, τα πιο συνηθισμένα σχέδια για τις μπορντούρες ήταν, εκτός από τις ρίγες, οι σαΐτες, οι πρεζούλες, οι τσατσάρες και οι αλυσιδούλες.

Πρεζούλες ονόμαζαν τους ρόμβους και τα πλάγια παραλληλόγραμμα, γιατί σ’ αυτό το σχήμα έκοβαν το παστέλι. Τα κομμάτια αυτά του παστελιού τα ονόμαζαν πρέζες.

Οι τσατσάρες που είχαν μυτούλες – μυτούλες σαν τα δόντια της τσατσάρας, σχηματίζονταν υφαίνοντας στη σειρά τρίγωνα, το ένα μετά το άλλο.

Οι αλυσιδούλες σχηματίζονταν από τετραγωνάκια που είχαν μια κοινή κορυφή και ανεβοκατέβαιναν κυματοειδώς, θυμίζοντας αλυσίδες. Τέλος τις σαΐτες τις ονόμαζαν έτσι, γιατί θύμιζαν τις χάρτινες σαΐτες των παιδιών.

Τα πιο συνηθισμένα σχέδια που έμπαιναν στο κέντρο του ’ντρομιδόφυλλου ήταν το μπουκέτο και ο αστακός. Ονομάζονταν έτσι, γιατί το μεν πρώτο θυμίζει μπουκέτο με πολύχρωμα λουλούδια, το δε δεύτερο γιατί το σχέδιο έχει απολήξεις που μοιάζουν με τα πόδια του αστακού. Για παράδειγμα, στις δύο άκρες του ’ντρομιδόφυλλου έφτιαχναν δύο ίδιες μπορντούρες συνδυάζοντας ρίγες, τσατσάρες και αλυσιδούλες συμμετρικά τοποθετημένες γύρω από μια σειρά με πολύχρωμες πρεζούλες, και στο κέντρο του έφτιαχναν ένα μπουκέτο με πολλά χρώματα. Το κεντρικό σχέδιο το πλαισίωναν πολλές φορές και με τέσσερα ίδια μικρότερα. Τα σχέδια, που τα έλεγαν ξόμπλια, σχημάτιζαν διάφορα γεωμετρικά σχήματα με υπέροχους συνδυασμούς χρωμάτων, και ήταν δείγματα υψηλής λαϊκής τέχνης.

Όταν τελείωνε η ύφανση του ’ντρομιδόφυλλου έκοβαν και στις δυο του άκρες μακριές τις κλωστές του κόκκινου στημονιού. Πιάνοντάς τες δύο-δύο ή τέσσερες-τέσσερες τις έδεναν σε σφιχτούς κόμπους για να στερεώσουν το υφαντό και να μην ξεφτίζει, και συνεχίζοντας να δένουν κόμπους, σταύρωναν τις κλωστές φτιάχνοντας το κρόσσι, το οποίο κατέληγε σε μικρές φούντες.

Το καλοκαιρινό ’ντρομιδόφυλλο γινόταν είτε από χρωματιστό βαμβακερό πανί της πραμάτισης συνήθως γερανιό (μπλε) με άσπρο και πιο σπάνια πολύχρωμο, είτε από άσπρο πανί της πραμάτισης που σ’ όλο το  μήκος της ύφανσής του είχε λεπτές λουρίδες από ανάγλυφα σχέδια, στολισμένο στις τρεις πλευρές του με άσπρη δαντέλα πλεκτή στο βελονάκι. Τι πιο απλό αλλά και τι πιο ωραίο!

Τα ’ντρομιδόφυλλα απαιτούσαν κόπο και τέχνη για να γίνουν, γι’ αυτό τα πρόσεχαν πολύ, ώστε να μη χρειάζονται να τα πλένουν συχνά και έτσι να παλιώνουν και να κόβουν (ξεθωριάζουν) τα χρώματά τους. Για να φτιάξει μια υφάντρα ένα ’ντρομιδόφυλλο ήθελε αρκετές μέρες, γιατί για να υφάνει τα σχέδια χρησιμοποιούσε ταυτόχρονα πολλά χρωματιστά μαλλιά. Έπρεπε λοιπόν σε κάθε σειρά να μετράει συνεχώς ανάμεσα από πόσες κλωστές του στημονιού θα περνούσε την κάθε μια χρωματιστή κλωστή, ώστε να γίνει σωστά το σχέδιο. Η υφάντρα, χρειαζόταν πολλές ώρες δουλειάς για να υφάνει ένα μεγάλο ξόμπλι. Κάθε λάθος σήμαινε ξήλωμα και ξανά από την αρχή. Γι’ αυτό δεν μπορούσαν όλες οι γυναίκες να τα υφάνουν. Πολλές νοικοκυρές τ’ αγόραζαν από τις υφάντρες του χωριού και τα είχαν για μιαν ολόκληρη ζωή.

Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι το ’ντρομιδόφυλλο σαν σκέπασμα της κασέλας ή του μπαούλου ήταν σε χρήση καθημερινή, γιατί πολύ συχνά κάποιος θα καθόταν πάνω του. Δεν ήταν επομένως ένα στολίδι ανέγγιχτο, σαν το γύρο του κρεβατιού ή του καναπέ. Ήταν ένα στολίδι με το οποίο ερχόντανε σε καθημερινή άμεση επαφή λίγο-πολύ όλα τα μέλη της οικογένειας και οι επισκέπτες. Ήταν δηλαδή ένα στολίδι του σπιτιού που το χαίρονταν όλοι και το πρόσεχαν όλοι

Τα ρούχα της κοιμησιάς

Τα υφαντά σκεπάσματα που χρησιμοποιούσαν τα παλιότερα χρόνια στη Δρυοπίδα ήταν: τα σεντόνια της κρεβαταριάς, τα χράμια ή ρασέντονα, οι καραμελωτές κουβέρτες, οι μπατανίες, οι ρασεντονιές και οι κουρελούδες. Επειδή το φύλλο του υφαντού που μπορούσαν να υφάνουν οι κρεβαταριές είχε πλάτος μικρότερο από ένα μέτρο, όλα τα υφαντά σκεπάσματα ήταν δίφυλλα.

Σεντόνια της κρεβαταριάς

Σεντόνι της κρεβαταριάς στο σπίτι της Μαρίας της Παράσχαινας φωτ.: Γιώργος Αναλυτής

Τα σεντόνια της κρεβαταριάς ήταν δύο ειδών: τα καλοκαιρινά και τα χειμωνιάτικα. Τα καλοκαιρινά ήταν βαμβακερά και γι’ αυτό ήταν πολύ δροσερά. Για να γίνει πιο λεπτό, πιο ψιλό το πανί, έβαζαν κλωστή για στημόνι και κλωστή για υφάδι, γι’ αυτό και τα ’λεγαν φαντοστήμονα. Τα καλοκαιρινά σεντόνια ήταν ριγωτά σε διάφορα χρώματα, άσπρο με κίτρινο, ή γερανιό με άσπρο, ή άσπρο με σκούρο υφάδι. Τα πιο συνηθισμένα ήταν ανοιχτό μπλε με άσπρο. Τα μάλλινα σεντόνια της κρεβαταριάς τα έφτιαχναν με βαμβακερό στημόνι και για υφάδι έβαζαν βαμβακερή κλωστή αλλά και πολύ λεπτό μάλλινο νήμα, σχηματίζοντας ομάδες από λεπτές και φαρδιές ρίγες, μια με μπαμπακερό και μια με μάλλινο νήμα. Αυτά τα σεντόνια τα ’στρωναν στα κρεβάτια για φιγούρα, γι’ αυτό στο τελείωμά τους είχαν δαντέλα πλεκτή με το βελονάκι. Ύφαιναν όμως και μικρότερα μάλλινα σεντόνια της κρεβαταριάς που τα ’βαζαν από κάτω, τα ’βαζαν δηλαδή πάνω από το στρώμα, για να τους κρατούν ζεστούς τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Τα παλιότερα χρόνια σπάνια χρησιμοποιούσαν τα μάλλινα σεντόνια της κρεβαταριάς για να σκεπαστούν, επειδή λυπόντουσαν το πανί να το κάνουνε σεντόνια, γιατί για να γίνουν χρειαζόταν στημόνι και μαλλί με το οποίο προτιμούσαν να υφάνουν άλλα πράγματα.

Χράμια ή ρασέντονα

Ρασέντονο και τριχιά στην πεζούλα του κελιού του Γιώργη και της Αννεζιώς Φίλιππα φωτ.: Στάμη Τσικοπούλου – Μαρτίνου

χράμια ήταν συνήθως άσπρα με κόκκινες, μαύρες ή πράσινες ρίγες (μια φαρδιά στη μέση και πάνω και κάτω μια λεπτότερη ή τρεις ισόπαχες λεπτές ρίγες) στα τελειώματά τους. Σπανιότερα ήταν πορτοκαλιά με μαύρες ρίγες. Για να φτιαχτεί ένα χράμι ένωναν δύο φύλλα υφαντού. Τα χράμια γίνονταν από αρνίτσικο μαλλί, δηλαδή μαλλί από αρνάκια, που ήταν μαλακό. Τρεις μήνες μετά τη γέννησή τους γύρω στο Πάσχα χώριζαν τα αρνάκια από τη μάνα τους για να πάψουν να τη βυζαίνουν και όταν ερχόταν το καλοκαίρι τα κούρευαν. Το μαλλί τους ήταν πιο μαλακό από εκείνο των προβάτων. Με αυτό το μαλλί έφτιαχναν τα χράμια και όλα τα άλλα σκεπάσματα, χρησιμοποιώντας το και για στημόνι και για υφάδι.

Μπατανίες

Στην κρεβαταριά ύφαιναν και μπατανίες, με βαμβακερό στημόνι και μάλλινο πολύ-πολύ ψιλό υφάδι. Οι μπατανίες δεν ήταν πολύ χοντρές κουβέρτες και τις έστρωναν στα κρεβάτια το χειμώνα για φιγούρα. Το μάλλινο νήμα με το οποίο τις έφτιαχναν, το έβαφαν μέσα σε μεγάλα καζάνια, με διάφορα χρώματα. Το χρώμα που συνηθιζόταν περισσότερο ήταν το βυσσινί. Άλλες φορές τις έφτιαχναν με πολύχρωμες ρίγες πράσινες, κόκκινες, γκρενά. Επειδή τις μπατανίες τις είχαν για φιγούρα, τις στόλιζαν με δαντέλες στις τρεις τους άκρες.

Καραμελωτές κουβέρτες

Καραμελωτή κουβέρτα στην κρεβατοκάμαρα της κυρα Λόπης Μπουρίτη φωτ.: Γιώργος Αναλυτής

Οι καραμελωτές κουβέρτες ήταν κουβέρτες με σχέδια της πραμάτισης. Υπήρχαν δύο ειδών: οι χειμωνιάτικες και οι καλοκαιρινές. Οι χειμωνιάτικες ήταν χρωματιστές. To βαμβακερό στημόνι ήταν άσπρο, ενώ το μάλλινο υφάδι ήταν κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο, σιέλ ή μπλε. Το μάλλινο νήμα το ’βαφαν με αγοραστές μπογιές του «Μεταξά». Τα παλιότερα χρόνια τα σχέδια της πραμάτισης για τις καραμελωτές κουβέρτες γίνονταν συνδυάζοντας πολλές φορές δύο χρώματα, π.χ. κόκκινο με γαλάζιο. Το επιλεγμένο σχέδιο με τα δύο χρώματα το ύφαιναν σ’ όλο το μήκος της ή ύφαιναν στις δυο της άκρες μπορντούρες με διαφορετικό χρώμα απ’ αυτό της μέσης. Οι καλοκαιρινές καραμελωτές κουβέρτες ήταν βαμβακερές και το υφάδι ήταν από το ίδιο νήμα που γινόταν και το στημόνι. Γι’ αυτό τις έλεγαν και άσπρες κουβέρτες με στημόνι. Τις καραμελωτές κουβέρτες τις είχαν μόνο για φιγούρα και όχι για να σκεπάζονται, γι’ αυτό στις τρεις άκρες τους έπλεκαν με το βελονάκι δαντέλα ή έβαζαν κρόσσι. Επειδή τα κρεβάτια ήταν κολλημένα στον τοίχο, δεν υπήρχε λόγος να πλέξουν δαντέλα ή κρόσσι και στην τέταρτη πλευρά της κουβέρτας. Το νυφικό κρεβάτι το ’στρωναν συνήθως με αγοραστές μεταξωτές κουβέρτες, γιατί έπρεπε να δείχνουν πιο λουσάτες.

Οι ρασεντονιές

Οι ρασεντονιές γίνονταν από λάικο μαλλί, δηλαδή από μαύρο και άσπρο μαλλί ξασμένο και στριμμένο μαζί. Το μαλλί αυτό το ’παιρναν συνήθως από τα λάικα (τα ασπρόμαυρα) πρόβατα. Το λάικο μαλλί ήταν γκρίζο. Όσο πιο πολύ μαύρο μαλλί είχε το νήμα, τόσο πιο σκούρα γινόταν η ρασεντονιά, όσο λιγότερο μαύρο μαλλί είχε, τόσο πιο ασπρόθωρη γινόταν. Τις ρασεντονιές τις στόλιζαν στις δυο τους άκρες με βυσσινιές ή μαύρες ρίγες.

Κουρελούδες

Τον χειμώνα για τον ύπνο πάνω από τα χράμια και τις κουβέρτες έριχναν μια δίφυλλη κουρελού «για να πετρωθούν». Οι κουρελούδες ήταν βαριές και τους κράταγαν ζεστούς όλη τη νύχτα. Το καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος, όταν κοιμόνταν έξω στην εξοχή και πάλι σκεπάζονταν με δίφυλλες κουρελούδες γιατί ήταν δροσερές. Κουρελούδες έβαζαν και από κάτω για στρώμα, γιατί δεν άφηναν τα άγανα να τις διαπεράσουν και να τους «μπήγουν», να τους αγκυλώνουν. Οι κουρελούδες τα παλιότερα χρόνια δεν ήταν ένα απλό στρωσίδι του σπιτιού. Ήταν ένα στρωσίδι «πολλαπλών χρήσεων», αφού το χρησιμοποιούσαν και ως ρούχο της κοιμησιάς.

Τα στρωσίδια του σπιτιού

Στρωσίδια του σπιτιού φωτ.: Γιώργος Βοσδογάνης

Το χειμώνα, για να κρατούν ζεστά τα σπίτια, έστρωναν τα πατώματα με αντρομίδες, τριχιές και κουρελούδες. Tις καθημερινές του χειμώνα τα σπίτια τα έστρωναν με κουρελούδες, ενώ τις σχόλες με αντρομίδες και τριχιές. Έβαζαν στο κέντρο του δωματίου μια αντρομίδα και γύρω – γύρω, όπου υπήρχε κενό, έστρωναν τις τριχιές. Με τα στρωσίδια, που κάλυπταν όλο το πάτωμα, το σπίτι έπαιρνε μια άλλη όψη, εκπέμποντας μεγάλη θαλπωρή, μια και η ζεστασιά του μαγκαλιού δεν ήταν αρκετή τις κρύες μέρες του χειμώνα. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο που στα στρωσίδια κυριαρχούσαν τα «ζεστά» χρώματα.

Στο στρώσιμο του σπιτιού οι νοικοκυρές έβαζαν όλη τους τη μαεστρία καταβάλλοντας ιδιαίτερη προσπάθεια να τα διατηρούν καθαρά.

Τις αντρομίδες και τις τριχιές δεν τις έστρωναν όλο το χρόνο και για ένα άλλο λόγο, γιατί επειδή ήταν υφασμένες με μαλλί, λόγω στατικού ηλεκτρισμού εύκολα κολλούσαν πάνω τους οι σκληρές κατσικίσιες τρίχες της τριχιάς οι οποίες δεν έφευγαν εύκολα με το τίναγμα. Για να τις διώξουν έτριβαν τις τριχιές με τις σκληρές βούρτσες του πατώματος, βουτηγμένες στο ξίδι. Δουλειά που απαιτούσε πρόσθετο κόπο, αν λάβουμε υπόψη και τις πολλές άλλες που έκαναν οι γυναίκες στο σπίτι και την εξοχή.

Τριχιές

Τριχιές ονόμαζαν μακρόστενους διαδρόμους σε διάφορα μήκη. Για να υφάνουν τις τριχιές χρησιμοποιούσαν τρίχα (μαλλί από κατσίκια), που ήταν χοντρό και άγριο αλλά πολύ ζεστό και ανθεκτικό, το οποίο έβαφαν μαύρο, και μαλλί (από πρόβατα) βαμμένο κόκκινο. Με τα δύο αυτά χρώματα σχημάτιζαν φαρδιές λουρίδες. Ενδιάμεσα στις μαύρες και κόκκινες λουρίδες έβαζαν και καμιά λεπτή άσπρη ή πορτοκαλιά ή πράσινη ή και λουλακιά λουρίδα. Παρόλο που τα χρώματα και τα σχέδια που χρησιμοποιούσαν για να υφάνουν τις τριχιές ήταν λίγα, το ταλέντο της καθεμιάς υφάντρας τα ταίριαζε με τέτοιο τρόπο, που οι τριχιές έδειχναν διαφορετικές από σπίτι σε σπίτι. Πιο σπάνια ύφαιναν και τριχιές με σχέδια, όπως αυτά με τα οποία στόλιζαν τα ’ντρομιδόφυλλα και τις αντρομίδες.

Αντρομίδες

Ενώνοντας δύο φύλλα υφαντού με τα ίδια σχέδια, σχηματιζόταν ένα χαλί που το ονόμαζαν αντρομίδα. Οι αντρομίδες ήταν συνήθως λουριδωτές, υφασμένες με κολόκουρο μαλλί προβάτου που ήταν μαλακό. Όταν τις ύφαιναν χρειαζόταν προσοχή, ώστε οι λουρίδες που ύφαιναν να είναι ισόπαχες, γιατί όταν ένωναν τα δύο φύλλα του υφαντού έπρεπε να ταιριάζουν οι ρίγες τους. Καμιά φορά τις ύφαιναν με σχέδια όπως αυτά που ύφαιναν στα ’ντρομιδόφυλλα. Η λέξη αντρομίδα αναφέρεται στα υφαντά στρωσίδια της πατρίδας μας με δύο έννοιες. Είτε ως μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα, ένα είδος μπαντανίας που γίνεται από εγχώριο μαλλί, μονόχρωμο ή με ποικίλα ζωηρά χρώματα και σχέδια, κοινά η βελέντζα, η φλοκάτη, το χράμι. Είτε ως στρωσίδι από μαλλί κατσίκας που την ύφαιναν παλιά σε ορισμένα μέρη και σε όρθιο αργαλειό και την κεντούσαν με πολλά σχέδια και χρώματα.

 Κουρελούδες

Όταν τα ρούχα πάλιωναν και γίνονταν κουρέλια, τα έκοβαν μακρόστενες λουρίδες και τις ένωναν τη μια μετά την άλλη, με βελόνα και κλωστή, τυλίγοντας τες σε κουβάρια. Με αυτά τα κουρέλια για υφάδι ύφαιναν πολύχρωμες κουρελούδες με κόκκινο συνήθως χοντρό στημόνι. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Οι θερμιώτικες κουρελούδες σχημάτιζαν φαρδιές λουρίδες, επειδή όταν έκοβαν κουρέλια ένα ρούχο τα ένωναν όλα μαζί. Έτσι, όταν τα ύφαιναν, σχημάτιζε μια λουρίδα. Στη συνέχεια ύφαιναν κουρέλια από διαφορετικό ρούχο, που είχε άλλο χρώμα, οπότε σχημάτιζαν μια ακόμα λουρίδα και ούτω καθ’ εξής. Οι κουρελούδες, επειδή φτιάχνονταν από ευτελή υλικά, μπορούσαν πιο εύκολα να αντικατασταθούν και γι’ αυτό κυριαρχούσαν σε σχέση με τα άλλα στρωσίδια, τα μάλλινα.

Το ρασοπάτημα

Σ’ εκείνα τα μέρη της πατρίδας μας που υπάρχει άφθονο τρεχούμενο νερό από ποτάμια και πηγές, τα χοντρά ολόμαλλα υφαντά του σπιτιού, τις βελέντζες, τις φλοκάτες, τα χράμια, αλλά και τα βαριά εξωτερικά ενδύματα, όπως τις ποιμενικές κάπες ή τα καπότα, μετά την ύφανσή τους τα πήγαιναν στις νεροτριβές, για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα.

Η νεροτριβή, στην πιο απλή μορφή της, είναι ένας ξύλινος κάδος σε σχήμα κώνου, όμοιος με βαρέλι. Το νερό είτε εκτοξεύεται στο τοίχωμά του, δημιουργώντας περιστροφική κίνηση, είτε πέφτει σχεδόν κατακόρυφα, με τη ροή φυσικού τρεχούμενου νερού. Με την περιδίνηση των νερών, παρασύρονται τα ρούχα και στροβιλίζονται σ’ έναν τρελό χορό που τα κάνει να αναμαλλιάσουν, να φουσκώσουν, να αφρατέψουν και να καθαρίσουν. Η τριβή, σε συνδυασμό με τη χαμηλή θερμοκρασία του νερού, κάνει τα υφάσματα πυκνά, γερά, σφιχτοδεμένα, και συγχρόνως απαλά και αδιάβροχα.

Για να αποκτήσουν την επιθυμητή απαλή υφή, τα χοντρά υφαντά μπαίνουν στον κάδο της νεροτριβής για ένα μερόνυχτο.

Σε πολλές περιοχές για να πλύνουν και να αφρατέψουν τα υφαντά ρούχα, χρησιμοποιούν και τα μαντάνια. Το μαντάνι είναι ένας μηχανισμός που αποτελείται από δύο ή τέσσερα μεγάλα ξύλα σαν σφυριά (τα κοπανάρια) τα οποία χτυπάνε το χειροποίητο στον αργαλειό υφαντό για να μπάσει και να γίνει πυκνό. Επειδή ο μηχανισμός αυτός μπαίνει σε κίνηση με τη δύναμη του νερού, τα μαντάνια ήταν τοποθετημένα σε χώρους με κλίση, έτσι ώστε να δημιουργείται υδατόπτωση. Όταν τα υφαντά μπαίνουν στο μαντάνι, πρέπει να μείνουν για ένα μερόνυχτο.

Όλη αυτή η επίπονη διαδικασία αφρατέματος του υφαντού, που στα άλλα μέρη του τόπου μας γινόταν χωρίς οι άνθρωποι να καταβάλλουν κανένα ιδιαίτερο κόπο, εκμεταλλευόμενοι απλώς τη δύναμη του νερού, στα Θερμιά έπρεπε να διεκπεραιωθεί με κοπιώδη προσωπική εργασία. Τα ολόμαλλα ρασέντονα ή χράμια, που τα ύφαιναν αραιά-αραιά, χωρίς δηλαδή να πιέζουν πολύ τις κλωστές του υφαδιού με το χτένι, έπρεπε να τα ρασοπατήσουν, για να πήξουν και να αφρατέψουν.

Η μεγάλη μαστοριά δεν ήταν να υφάνεις ένα ρασέντονο ή ένα χράμι –αυτό ήταν σχετικά εύκολο–, η μεγάλη μαστοριά ήταν το ρασοπάτημα, έτσι ώστε το μαλλί να πήξει και να αφρατέψει, να αποκτήσει δηλαδή το ρασέντονο ομοιόμορφο πέλος αλλά και να μη στραβώσουν τα δύο φύλλα του υφαντού από τα οποία ήταν φτιαγμένο. Γιατί, αν τα ρασοπατούσες στραβά, τότε το ένα φύλλο μπορεί να έπηζε περισσότερο από το άλλο και τότε στράβωνε το ρασέντονο.

Τα ρασέντονα τα έβαζαν μέσα στη θάλασσα «σε κανα-δυο πιθαμές νερό», φροντίζοντας στο σημείο που τα τοποθετούσαν να μην έχει άμμο αλλά βοτσαλάκι, ή τα ακουμπούσαν πάνω στις πλύστρες, στην άκρη της ανερούσας. Το ρασοπάτημα γινόταν συνήθως από τους άντρες, που σήκωναν τις βράκες ή τα παντελόνια και, κρατώντας δύο μαγκούρες στα χέρια για να ισορροπούν, πηγαινοερχόντουσαν πάνω στο ρασέντονο, αναποδογυρίζοντάς το συνεχώς με τα πόδια τους. Επειδή το ρασοπάτημα κρατούσε ώρες ή και μια ολόκληρη μέρα, για να μην πληγιάζουν τα πόδια τους, ρασοπατούσαν με τις κάλτσες τους. Μετά το ρασοπάτημα έβγαζαν τα ρασέντονα από τη θάλασσα και τα άφηναν να στραγγίσουν και να στεγνώσουν. Αφού στέγνωναν, τα μετέφεραν στο χωριό και οι νοικοκυρές τα πήγαιναν στον ποταμό και τα σαπούνιζαν. Από το ίδιο υφαντό που έκαναν τα ρασέντονα έραβαν και τα βαριά εξωτερικά ενδύματα, όπως τις ποιμενικές κάπες, τις καπότες και τα γιακαλιά των ανδρών.

Η νυχτόμπολα

Νυχτόμπολα ονομάζουν στη Δρυοπίδα την υφασμένη στην κρεβαταριά μακρόστενη βαμβακερή πετσέτα με την οποία δίπλωναν τον άρτο για να τον μεταφέρουν στην εκκλησιά, την παραμονή του πανηγυριού. Οι άρτοι συγκεντρώνονταν πριν τον εσπερινό μπροστά στο τέμπλο, και όσοι δεν χρησιμοποιούνταν κατά την αρτοκλασία του εσπερινού παρέμεναν όλη τη νύχτα διπλωμένοι στις νυχτόμπολες, για την αρτοκλασία της λειτουργίας της επόμενης ημέρας. Ευτυχώς, ακόμα και σήμερα, βρίσκει κανείς μπροστά στο τέμπλο άρτους όμορφα διπλωμένους στις παλιές νυχτόμπολες, πλάι σε άλλους, τυλιγμένους στις πλαστικές σακούλες της σύγχρονης αγοραίας «ευκολίας».

Οι νυχτόμπολες γίνονταν από μπαμπακερό πανί της πραμάτισης, γι’ αυτό είχαν σε όλο το μήκος τους, και σε ίσες αποστάσεις, λεπτές λουρίδες με ανάγλυφα σχέδια από άσπρο νήμα. Στις δύο τους άκρες, λίγο μετά την αρχή και λίγο πριν το τέλος, ήταν στολισμένες με μπορντούρες διαφόρων χρωμάτων και σχεδίων. Συνήθως τα σχέδια αυτά σχημάτιζαν λεπτές ρίγες που πλαισίωναν συμμετρικά μια κεντρική λουρίδα, πολύ πιο φαρδιά από τις άλλες, διαφορετικού σχεδίου και χρώματος. Το ταίριασμα των χρωμάτων και των σχεδίων γινόταν ανάλογα με την έμπνευση και το γούστο της υφάντρας. Οι νυχτόμπολες ήταν άσπρες ή κίτρινες. Το όνομά τους το έπαιρναν από το χρώμα του βαμβακερού νήματος που χρησιμοποιούσαν για να τις υφάνουν. Οι πιο συνηθισμένες ήταν οι άσπρες και οι πιο σπάνιες οι κίτρινες. Κίτρινες συνήθιζαν να τις κάνουν τα παλιότερα χρόνια, ενώ αργότερα τις έκαναν άσπρες. Την κίτρινη μπαμπακερή κλωστή την αγόραζαν «έτοιμη βαμμένη από το εμπόριο» και δεν ξέβαφε. Οι άσπρες νυχτόμπολες είχαν σχέδια με κλωστές σε διάφορα χρώματα, όπως κόκκινο, γαλάζιο, ροζ, κίτρινο, μπλε και πράσινο, ενώ στα σχέδια των κίτρινων κυριαρχούσε το κόκκινο χρώμα συνδυασμένο με το μαύρο ή και το γερανιό. Οι βαμμένες κλωστές με τις οποίες ύφαιναν τα σχέδια στις νυχτόμπολες ήταν του εμπορίου Στις δύο άκρες της νυχτόμπολας δένονταν σε κόμπους οι κλωστές του στημονιού, έτσι ώστε να σχηματίζονται διάφορα σχέδια που κατέληγαν σε κρόσσια. Η τεχνική με την οποία κατασκεύαζαν περίτεχνα καλλιτεχνικά δεσίματα (δεσιές), χρησιμοποιώντας μια σειρά κόμπους, είναι γνωστή από πολύ παλιά σε άλλα μέρη, με το όνομα μακραμέ. Πολλές φορές, αφού στρίφωναν στις άκρες, έπλεκαν κρόσσια, είτε έραβαν πλεκτές στο βελονάκι νταντέλες (δαντέλες). Τα παλιότερα χρόνια οι νυχτόμπολες είχαν πολύ μακριά κρόσσια, ενώ αργότερα πιο κοντά.

Για να διπλώσουν τον άρτο με τη νυχτόμπολα είχαν ειδικό τρόπο. Τοποθετούσαν τον άρτο στην ανάποδη μεριά της νυχτόμπολας και, γυρνώντας τη μια άκρη της προς τα πάνω, τύλιγαν τον άρτο, δένοντας κόμπο τα κρόσσια στην πίσω πλευρά. Στο τέλος σφήνωναν μέσα και το αντίδωρο (το πρόσφορο). Έδεναν την νυχτόμπολα με αυτό τον τρόπο, έτσι ώστε να μπορούν από την άλλη άκρη της να την κρεμούν στο σαμάρι του μουλαριού ή στον ώμο τους.

Οι νυχτόμπολες ήταν συνδεδεμένες με το πανηγύρι και ήταν σε περίοπτη θέση, είτε επρόκειτο για τη μεταφορά τους με το περίτεχνα φορτωμένο και στολισμένο μουλάρι, είτε και για τη χρήση τους προς κάλυψη του τοποθετημένου μπροστά στο τέμπλο άρτου. Γι’ αυτό και στη συνείδηση των Θερμιωτών είχε μια θέση που την ξεχώριζε από τα άλλα υφαντά. Ήτανε το πιο ωραίο υφαντό στολίδι του σπιτιού και την έπαιρναν προίκα ακόμα και οι άντρες. Τέλος με τις νυχτόμπολες τύλιγαν και τα μωρά όταν ήθελαν να τα πάνε στην εκκλησιά, ήταν το κουβερτάκι τους το επίσημο.

Δισάκι – καρβατζίκα – σάκος – στραπούντα – σάκα – σακούλι

Στην κρεβαταριά ύφαιναν και το πανί που χρησίμευε για να φτιαχτούν διάφορα είδη σακιών, κατάλληλων για τη μεταφορά προϊόντων και αντικειμένων. Τέτοια σακιά ήταν τα δισάκια, οι καρβατζίκες, οι σάκοι, οι στραπούντες, οι σάκες των παιδιών για το σχολείο και τα σακούλια για το τυρί.

Δισάκι (μεσν. δισάκκ-ι(ο)ν, υποκορ. του δί-σακκος< δι-+ σάκκος)

Δισάκια στο μύλο φωτ.: Γιώργος Αναλυτής

Για να φτιάξουν ένα δισάκι δίπλωναν προς τα πάνω τις δυο άκρες ενός μακρόστενου υφαντού και τις έραβαν, οπότε στις άκρες του σχηματίζονταν δύο σάκοι. Με το δισάκι μπορούσε κανείς να μεταφέρει εύκολα σχεδόν οτιδήποτε ήθελε, φτάνει να χωρούσε σ’ αυτό. Συνήθως χρησίμευε για τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων και εμπορευμάτων από το χωριό στην εξοχή και το αντίστροφο. Με το δισάκι μετέφεραν τους καλοκαιρινούς μήνες οι γυναίκες στο κελί τα ψωμιά που είχαν ψηθεί στους φούρνους του χωριού. Γι’ αυτό ο κάθε σάκος είχε ακριβώς τις διαστάσεις που έπρεπε, ώστε να χωρά ένα ψωμί τριοκαδώ (τριών οκάδων), δηλαδή ένα ψωμί κοντά στα τέσσερα κιλά. Στο δισάκι μπορούσαν να βάλουν ακόμα και ένα καλάθι με σταφύλια για να μεταφέρεται πιο εύκολα. Το δισάκι ήταν εύκολο να φορτωθεί στο μουλάρι, έτσι ώστε ο ένας σάκος να κρέμεται από την μια μεριά του σαμαριού και ο άλλος από την άλλη. Πανεύκολο ήταν επίσης και το κρέμασμά του στον ώμο, καθώς οι δυο του σάκοι ζυγιάζονταν μπρος και πίσω:

Το δισάκι του στον ώμο, για το δρόμο…

Στο κελί συνήθως το κρεμούσαν ψηλά σ’ έναν πάλο (πάσσαλο) μπηγμένο στην ξερολιθιά του τοίχου, μέσα ή έξω από το κελί, έτσι ώστε να προστατεύουν το περιεχόμενό του από τα τρωκτικά και τα ζωύφια.

Τα δισάκια φτιάχνονταν από μάλλινο νήμα και ήταν ριγωτά είτε κόκκινα με μαύρες ρίγες μικρότερες και μεγαλύτερες, είτε άσπρα με μαύρες ρίγες. Τα δισάκια του σπόρου, δηλαδή εκείνα που χρησιμοποιούνταν στη σπορά, ήταν τρίχινα, από τρίχα μαύρης ζίκας (κατσίκας) για να μην μουσκεύουν, επειδή το μαλλί της κατσίκας είναι άγριο και δεν το διαπερνά εύκολα η βροχή.

Καρβατζίκα

Η καρβατζίκα ήταν ένα σακούλι που σούρωνε στο πάνω μέρος μ’ ένα κορδόνι φτιαγμένο από δύο νήματα που τα έστριβαν μαζί (κόκκινο και μαύρο ή μπλε και άσπρο ή πορτοκαλί με άσπρο κ.λπ.). Τις άκρες του κορδονιού τις στερέωναν στις κάτω άκρες του σακουλιού. Περνώντας τα χέρια τους ανάμεσα από τα κορδόνια, την κρέμαγαν στην πλάτη όπως τα σημερινά σακίδια. Με την καρβατζίκα μετέφεραν την ορντινιά τους, «το κουμάντο τους για φαγητό» στην εξοχή και το φυλάκι (το ασκί με το γάλα) στο χωριό.

Οι καρβατζίκες ήταν δύο ειδών: οι χειμωνιάτικες και οι καλοκαιρινές. Οι χειμωνιάτικες ήταν μάλλινες, συνήθως κόκκινες με μαύρες ρίγες όπως και τα δισάκια. Οι καλοκαιρινές ήταν καμωμένες από βαμβακερό νήμα και δεν «τσίμπαγαν» το δέρμα όπως οι μάλλινες. Καρβατζίκες έφτιαχναν ακόμα και με πανιά της πραμάτισης που είχαν σχέδια με διάφορα χρώματα, μπλε και κόκκινα ή μπλε και πορτοκαλιά. Αυτές τις καρβατζίκες τις πρόσεχαν περισσότερο από τις άλλες γιατί ήταν πιο λουσάτες, ήταν, θα λέγαμε, σκολιανές.

Σάκοι – Στραπούντες

Με άβαφο μαλλί ζίκας ύφαιναν και το πανί με το οποίο έφτιαχναν σάκους (σακιά) για τη μεταφορά των γεννημάτων, κυρίως κριθαριού, στα αμπάρια των μαγαζέδων και των καϊκιών, αλλά και στους μύλους. Από το ίδιο ύφασμα έφτιαχναν ακόμα και πολύ μεγάλους σάκους για να μεταφέρουν τα άχυρα, που τους ονόμαζαν στραπούντες.

Σάκες για το σχολείο

Από βαμβακερό πανί υφασμένο στον αργαλειό (κρεβαταριά) έφτιαχναν και τις σάκες για να μεταφέρουν τα παιδιά τα τετράδια και τα βιβλία τους στο σχολείο. Οι σάκες ήταν τετράγωνες και αυτές για τα κορίτσια είχαν δύο κοντά χεράκια, ενώ αυτές για τ’ αγόρια είχαν ένα μακρύ λουρί, για να τις κρεμούν σταυρωτά στο ώμο τους.

Σακούλια για το τυρί

Τα σακούλια που βάζανε το τυρί για να στραγγίσει, ήταν και αυτά υφαντά στην κρεβαταριά με βαμβακερό στημόνι και υφάδι. Το πανί αυτό δεν το υφαίνανε κρουστό αλλά αραιό – αραιό, για να βγαίνει ο τυρόλας.

Τραπεζομάντιλα και πετσέτες

Τραπεζομάντιλα

Τα τραπεζομάντιλα ήταν υφασμένα με βαμβακερό νήμα σε βαμβακερό στημόνι. Αν προοριζόντουσαν για το τραπεζάκι της άκρης, για το μικρό δηλαδή τραπέζι που ήταν στην άκρη του δωματίου και το οποίο χωρούσε δύο άτομα για φαγητό, το τραπεζομάντιλο είχαν το μέγεθος μιας μακριάς πετσέτας. Για να μη λερώνονται γρήγορα τα ’φαιναν σε χρώμα γερανιό (μπλε) που το ομόρφαιναν ομάδες από λεπτές άσπρες ρίγες. Συνήθως έμπαινε ανάμεσά τους και καμιά ψιλή κόκκινη ρίγα.

Αν τα ’θελαν για καλά, να στρώνουν δηλαδή μ’ αυτά το τραπέζι της μέσης όταν είχαν γιορτή, τα ’καναν δίφυλλα και στο τελείωμά τους έπλεκαν ολόγυρα με το βελονάκι άσπρη δαντέλα. Αυτά τα τραπεζομάντιλα, τα καλά, τα έκαναν και κάτασπρα κι ύφαιναν στις δύο τους άκρες λεπτές κόκκινες ρίγες, από μάρκα. Μάρκα ονομαζόταν το κόκκινο βαμβακερό υφάδι που το αγόραζαν βαμμένο για να ’ναι ανεξίτηλο και να μην ξεβάφει με τα πολλά πλυσίματα. Το υφάδι αυτό του εμπορίου ήταν ακριβό και γι’ αυτό το λόγο οι νοικοκυρές υφάντρες το χρησιμοποιούσαν με φειδώ.

Πετσέτα τ’αργαλειού στο σοφρά του κελιού (Αγροτομουσείο) φωτ.: Γιώργος Αναλυτής

Για τον σοφρά, το μικρό χαμηλό τραπέζι, ύφαιναν μικρά τετράγωνα τραπεζομαντιλάκια που τα έλεγαν μαντίλες, επειδή είχαν το μέγεθος μιας μαντίλας. Αυτά ήταν σκούρα, επειδή ήταν υφασμένα με στημόνι που το είχαν βάψει μαύρο και γερανιό σκούρο υφάδι. Και αυτά ήταν λουριδωτά, σε σκούρο γερανιό κυρίως χρώμα συνδυασμένο με άσπρο, κόκκινο και καφετί.

Πετσέτες του αργαλειού

Από πανί της πραμάτισης άσπρο με χρωματιστές μπορντούρες στις άκρες, συνήθως σε κόκκινο χρώμα (μάρκα) που δεν ξέβαφε, έφτιαχναν και μπαμπακερές πετσέτες. Τις πετσέτες αυτές τις χρησιμοποιούσαν για να σκεπάζουν τα γλυκά ή τα κουλούρια ή τις πίτες του Πάσχα. Μ’ αυτές σκέπαζαν και το ταψί με το ψητό όταν το πήγαιναν και το έφερναν στο φούρνο. Μ’ αυτές πήγαιναν τυλιγμένο και το πρόσφορο στην εκκλησιά. Τις πετσέτες αυτές τις έπαιρναν μαζί τους και στα πανηγύρια. Από μπαμπακερό πανί της κρεβαταριάς έκαναν και πετσέτες για να σκουπίζονται. Άσπρες με μπορντούρα χρωματιστή ή σκούρες με άσπρες ρίγες. Σκούρες βαμβακερές πετσέτες έφτιαχναν και για να τις βάζουν οι γυναίκες διπλωμένες στον ώμο ώστε να μην τις κόβει το σταμνί, όταν το έφερναν γεμάτο με νερό από τη βρύση.

Πετσέτες για την «καλημέρα»

Στα σπίτια της Δρυοπίδας συνήθιζαν τα παλιότερα χρόνια να κρεμούν στην κάμαρη (κρεβατοκάμαρη) ένα κάδρο, την καλημέρα, που είχε ενσωματωμένο πάνω της ένα μικρό καθρέφτη και ήταν ζωγραφισμένες με διάφορες παραστάσεις. Μια πολύ συνηθισμένη καλημέρα ήταν αυτή με τα ζωγραφισμένα δύο περιστέρια που κρατούσαν με τα ράμφη τους μια μακριά πετσέτα που πάνω της έγραφε τη λέξη «καλημέρα». Η καλημέρα είχε και μια κρεμάστρα, για να κρεμούν απ’ αυτήν την πετσέτα του προσώπου. Τις πετσέτες αυτές όμως δεν τις χρησιμοποιούσαν για να σκουπιστούν, αλλά τις είχαν για φιγούρα. Γι’ αυτό και στόλιζαν τις άκρες τους με κρόσσια ή με δαντέλες ή κένταγαν φιστόνια που σχημάτιζαν μύτες. Μέσα στις μύτες κένταγαν συνήθως ψιλά ανθάκια.

Πανί για τα στρώματα

Από πανί της κρεβαταριάς έφτιαχναν και τα στρώματα για τα κρεβάτια. Το πανί με το οποίο γινόταν το στρώμα, ήταν από μπαμπακερή κλωστή σαν αυτή που ύφαιναν τα πουκάμισα. Αυτό το πανί είχε συνήθως γερανιές και άσπρες λουρίδες. Για να γίνει το στρώμα, έραβαν ένα μεγάλο σακί, το οποίο γέμιζαν με άχυρα αφού πρώτα τα είχαν δρυμωνίσει. Τα είχαν δηλαδή κοσκινίσει με το δρυμώνι, που ήταν ένα μεγάλο κόσκινο, για να φύγει η σκόνη και το ψιλό το άχυρο και έτσι να γίνει το στρώμα αφράτο.

* * *

Για τις κουρτίνες, τα κουρτινάκια, το καναπελίκι (το κάλυμμα του καναπέ), το γύρο του κρεβατιού και του καναπέ, τα πετσετάκια για τους μπουφέδες και το εικονοστάσι δεν χρησιμοποιούσαν υφαντά της κρεβαταριάς αλλά υφάσματα που τα αγόραζαν από τον έμπορο, ο οποίος περιόδευε με το γαϊδουράκι του το χωριό.

Η ανδρική φορεσιά

Αντρική και γυναικεία καθημερινή φορεσιά φωτ.: Γιώργος Αναλυτής

Η καθημερινή ανδρική φορεσιά αποτελείτο από το πουκάμισο, τη βράκα, το γιακαλί, το ζωνάρι, τα εσώρουχα, τις κάλτσες και τα τσαρούχια. Τα εσώρουχα ήταν μια δεύτερη βράκα για σώβρακο και μάλλινες φανέλες πλεγμένες με βελόνες ή βελονάκι.

Τις σχόλες η φορεσιά ήταν πολύ πιο πλούσια. Τα σαλβάρια, όπως ονόμαζαν την ανδρική φορεσιά, είχαν εκτός από μαύρη βράκα, κόκκινο φέσι με μαύρη ή μπλε φούντα, λευκό πουκάμισο με σχέδια και κεντήματα με ειδικό λεπτό μαύρο λαιμοδέτη που ’δενε σε φιόγκο, σκούρο δίχρωμο γιλέκο με σχέδια και κεντήματα και πολύχρωμο μεταξωτό ζωνάρι μεγάλου μήκους και πλάτους, μαύρες μάλλινες κάλτσες και πολύχρωμες κεντητές καλτσοδέτες. Για υποδήματα είχαν παντόφλες χρώματος ανοικτού καφέ προς το κόκκινο, ένα είδος δερμάτινου παντοφλέ παπουτσιού με λουράκι στον αστράγαλο. Για πανωφόρι είχαν το καπότο, είδος μπλε μπέρτας με κουκούλα και κόκκινη επένδυση.

Από τα παραπάνω μόνο οι κάλτσες ήταν ντόπιες, τα υπόλοιπα τα αγόραζαν είτε από τη Σμύρνη πριν το ’22 είτε από τη Σύρο ή από την Αθήνα. Η δαπάνη της απόκτησης της φορεσιάς ήταν πολύ υψηλή για το μέσο αγροτικό εισόδημα της εποχής. Γι’ αυτό λίγοι ήταν εκείνοι που την είχαν πλήρη. Φορούσαν και για σχολιανό το βρακάδικο σακάκι που ήταν από μαύρο μαλλί, πολύ πυκνά πλεγμένο με το βελονάκι, κι έφερε μανίκια.

Η καθημερινή φορεσιά ήταν πολύ πιο απλή. Το γιακαλί που ήταν και πιο ζεστό αντικαθιστούσε το γιλέκο, και το ζωνάρι ήταν υφαντό της κρεβαταριάς μαύρου χρώματος.

Το πουκάμισο

Το μπαμπακερό πανί της κρεβαταριάς με το οποίο έφτιαχναν τα πουκάμισα, ήταν άσπρο και είχε πολύ λεπτές μαύρες ρίγες. Το πουκάμισα δεν είχαν συνήθως γιακάδες αλλά ένα άνοιγμα μπροστά που το στόλιζαν με γαζιά και μπαστάκια. Τα μπαστάκια ήταν μικρές πιετούλες που σχημάτιζαν σειρές και με αυτές έφτιαχναν διάφορα σχέδια.

Το γερανιό πουκάμισο

Τα γερανιά πουκάμισα ήταν υφασμένα με μαύρο στημόνι και γερανί (μπλε) βαμβακερό υφάδι και γι’ αυτό ήταν σκούρα, σαν τα σημερινά τζην πουκάμισα. Τα φορούσαν οι γέροι και οι ηλικιωμένοι με τις φουφούλες και οι πενθησμένοι (όσοι είχαν πένθος). Τα φορούσαν και οι άντρες όταν έκαναν αγροτικές δουλειές, για να μη λερώνονται γρήγορα. Τα γερανιά πουκάμισα ήταν ανοιχτά μπροστά με τραχηλιά και ήταν και αυτά στολισμένα με μπαστάκια και γαζιά.

Η βράκα

Τις καθημερινές βράκες τις έφτιαχναν με ύφασμα της κρεβαταριάς, όχι όμως και τα σαλβάρια (τις επίσημες βράκες που τις φόραγαν τις Κυριακές για να παν στην εκκλησιά και τις σκόλες). Τα σαλβάρια τα ’φτιαχναν από μαλακό αγοραστό πανί. Για να φτιάξουν μια βράκα ένωναν τέσσερα ορθογώνια κομμάτια υφάσματος. Στη μέση έβαζαν τα δύο πιο κοντά και στις άκρες έραβαν τα δύο πιο μακριά, απ’ όπου θα έβγαιναν τα πόδια. Τα μεσαία κομμάτια δημιουργούσαν ανάμεσα στα πόδια τη σέλα. Η ραμμένη βράκα διπλωμένη στα δύο έμοιαζε με ένα Π. Η βράκα που ήταν μαύρη σούρωνε στην πάνω μεριά της.

Το γιακαλί

Το γιακαλί ήταν ένα είδος γιλέκου, μαύρου χρώματος, φτιαγμένο από ρασέντονο μπροστά και στο ύψος περίπου της μέσης είχε ραμμένο από τη μια μεριά ένα κουμπί και από την άλλη μια προεξέχουσα μάλλινη θηλιά για κουμπότρυπα.

Ζωνάρι

Aπό μπαμπακερό πανί της κρεβαταριάς έφτιαχναν και το καθημερινό ζωνάρι με το οποίο έδεναν οι άνδρες τη βράκα στη μέση τους. Το ζωνάρι ήταν υφασμένο με βαμβακερό υφάδι. Το σκολιανό ζωνάρι ήταν από μετάξι.

Η καπότα

Η καπότα ήταν ένα χονδρό επανωφόρι με μανίκια και κουκούλα που φορούσαν οι άνδρες τις πολύ κρύες και βροχερές μέρες του χειμώνα, όταν πήγαιναν στην εξοχή. Η καπότα ήταν φτιαγμένη από ένα φύλλο ρασεντονιάς που ήταν υφασμένη με υφάδι από μαλλί προβάτου και με μάλλινο στιμόνι. Η καπότα ήταν χοντρή και μαλακή επειδή το ρασέντονο όταν το πατούσαν έπηζε και αφράτευε. Το χειμώνα, κοντά στα Χριστούγεννα, όταν γεννούσαν τα

ζωντανά (τα πρόβατα και τα γίδια), οι άνδρες έπρεπε να μείνουν μερικά βράδια στο κελί. Για να κοιμηθούν μερικές ώρες έπεφταν πάνω στα άχυρα και σκεπάζονταν με την καπότα που ήταν ζεστή.

Η γυναικεία φορεσιά

H γυναικεία φορεσιά άρχισε να επηρεάζεται και τελικά να προσαρμόζεται στα αστικά (δυτικά) πρότυπα πολύ νωρίτερα σε σύγκριση με την ανδρική. Έτσι απ’ τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το σύνολο των νεοτέρων γυναικών φορούσαν αθηναίικου τύπου φουστάνια, τουλάχιστον τις σχόλες, ενώ μόνο οι ηλικιωμένες γυναίκες, και όχι όλες, φορούσαν σάκους και βέστες. Με βάση τις μαρτυρίες των σημερινών ηλικιωμένων γυναικών, η πλήρης τοπική γυναικεία ενδυμασία άρχισε να εκλείπει την περίοδο του μεσοπολέμου.

Οι βέστες

Οι βέστες ήταν σκούρες μακριές φούστες με ρίγες, καμωμένες από βαμβακερό πανί της κρεβαταριάς, που τις φορούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες. Στο κάτω μέρος τους είχαν ένα σουρωτό φραμπαλά από το ίδιο ύφασμα, κομμένο όμως κόντρα ή πλάγια.

Ο σάκος

Πάνω από τη βέστα φορούσαν το σάκο, ένα είδος σακακιού-πουκαμίσου με τραχηλιά ή πέτο γιακά. Το σάκο τον έραβαν οι μοδίστρες κάνοντας μπροστά και πίσω πιετούλες και τον στόλιζαν με γαζιά και κουμπάκια.

Οι ρόμπες

Οι νεότερες γυναίκες δεν φορούσαν βέστες αλλά ρόμπες. Οι ρόμπες γίνονταν και αυτές από βαμβακερό πανί της κρεβαταριάς με νήμα βαμμένο σε διάφορα χρώματα, καφέ, γερανιό κ.ά. ή είχαν ρίγες. Οι ρόμπες ήταν κομμένες στη μέση και έκλειναν μπροστά με κουμπάκια. Γύρω στο λαιμό έβαζαν ένα ρέλι με γαζιά ή έφτιαχναν φιστόνι (φεστόνι). Οι ρόμπες είτε καλοκαιρινές ήταν, είτε χειμωνιάτικες, είχαν μακριά μανίκια. Οι χειμωνιάτικες ρόμπες ήταν από πανί υφασμένο με μαύρο στημόνι, γι’ αυτό ήταν και πιο σκούρες, ενώ οι καλοκαιρινές ήταν με άσπρο στημόνι.

Τα εσώρουχα

Τα εσώρουχα ήταν όλα φτιαγμένα από άσπρο βαμβακερό πανί της κρεβαταριάς.

Το μισοφόρι: Το μισοφόρι ήταν ένα ριχτό φόρεμα με λαιμόκοψη, χωρίς άνοιγμα μπροστά. Πολλές γυναίκες στόλιζαν τις άκρες του με άσπρη ψιλή δαντελίτσα πλεγμένη στο βελονάκι, ή κεντούσαν φεστόνι και λουλουδάκια. Τα καλοκαιρινά μισοφόρια ήταν αμάνικα ή είχαν κοντά μανίκια.

Η βράκα: Τα παλιότερα χρόνια οι γυναίκες φορούσαν από μέσα βράκες που τις έδεναν στον αστράγαλο με κορδόνια, γιατί όταν έσκυβαν δεν έπρεπε να βλέπουν οι άντρες τη γάμπα τους. Αισθάνονταν σα να τις έβλεπαν γυμνές. Αργότερα οι μεγαλύτερες γυναίκες φόραγαν πιο κοντές βράκες, που τις έδεναν κάτω από το γόνατο και τις σούρωναν στη μέση με δύο κορδόνια (βρακοζώνια) τα οποία έδεναν το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά.

Οι νέες κοπέλες φορούσαν τα φουφουλάκια, κοντά βρακάκια που σούρωναν στη μέση με λάστιχο και είχαν κοντά μπατζάκια με φεστόνι ή νταντέλες στο τελείωμα και κανένα μικρό κέντημα.

Ο μπούστος: Ο μπούστος ήταν ένα κοντό αμάνικο φανελάκι, στολισμένο με φεστόνι ή δαντέλες στο τελείωμα και ένα κέντημα μπροστά.

Το κάλυμμα του κεφαλιού

Τα παλιότερα χρόνια οι Θερμιώτισσες, όταν έβγαιναν έξω από το σπίτι, είχαν πάντα καλυμμένο το κεφάλι τους με μαντίλα ή μποξά.

O μποξάς ήταν ένα μαντίλι σκούρο γερανιό με άσπρο (άσπρο στημόνι και γερανιό υφάδι), που επειδή ήταν σκούρο το φορούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες και όσες είχαν πένθος.

Το μαντίλι (ή μαντίλα) ήταν φτιαγμένο από άσπρο πανί της κρεβαταριάς και το φορούσαν οι γυναίκες χειμώνα και καλοκαίρι, όταν πήγαιναν στην εξοχή. Το μαντίλι ήταν ένα μεγάλο τριγωνικό πανί. Το φόραγαν στο κεφάλι και, αφού δίπλωναν τις άκρες του κάτω από το πιγούνι, τις έδεναν στο πάνω μέρος του κεφαλιού για να προστατεύουν, εκτός από το κεφάλι, το λαιμό και το σβέρκο.

Οι γυναίκες κατά την εκτέλεση των διάφορων αγροτικών εργασιών κατέβαλλαν ιδιαίτερη προσπάθεια να μη μαυρίσουν, γιατί σύμφωνα με τα τότε πρότυπα ομορφιάς οι άντρες προτιμούσαν εκείνες που ήταν «άσπρες». Γι’ αυτό όταν θέριζαν ή αλώνιζαν έπαιρναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης από τον

ήλιο, φορώντας καλύμματα στο κεφάλι και τα χέρια, το μούσκι, τον κουτελίτη, την κουκούλα και τα χερώτια.

Το μούσκι ήταν ένα μικρό τριγωνικό πανί με δυο κορδόνια στις δύο άκρες του με το οποίο κάλυπταν τη μύτη τους.

Ο κουτελίτης ήταν ένα ορθογώνιο πανί με δυο κορδόνια στις δυο του άκρες. Τον κουτελίτη, αφού τον κολλάριζαν καλά, τον έβαζαν στο κούτελό τους σαν γείσο και τον έδεναν κάτω από το πιγούνι.

Οι γυναίκες στο θέρος και στο αλώνισμα έδεναν πρώτα το μούσκι και τον κουτελίτη και από πάνω φορούσαν τη μαντίλα. Έτσι ήταν πλήρως προστατευμένες από τον ήλιο. Άλλες φορές πάλι φόραγαν την κουκούλα. Η κουκούλα είχε ραμμένο πάνω στον κουτελίτη ένα πανί που σούρωνε στο πίσω μέρος του κεφαλιού με δυο κορδόνια προστατεύοντας τα μαλλιά και κυρίως το σβέρκο. Την κουκούλα τη στερέωναν στο κεφάλι τους δένοντάς την φιόγκο κάτω από το πιγούνι τους.

Χερώτια (χειρώκτια): Για να προστατεύουν τα χέρια από το μαύρισμα και τα γδαρσίματα κατά το θερισμό, φόραγαν χειρώκτια. Για να φτιάξουν τα χειρώκτια έπλεκαν κάλτσες και στο τελείωμα στερέωναν ένα κομμάτι πανί που κάλυπτε την παλάμη τους. Φόραγαν την κάλτσα στο μπράτσο και στερέωναν το χερώτι στο χέρι περνώντας δύο δάκτυλα (τον αντίχειρα και τον μεσαίο) στις δύο θηλιές που είχαν ράψει στο κάτω μέρος του πανιού.

Τα υπόλοιπα γυναικεία ρούχα του χειμώνα, η μπόλια, η μπέρτα και το σάλι, δεν ήταν από υφαντά του αργαλειού αλλά ήταν πλεγμένα με το βελονάκι.