Το έθιμο του στρούμπου περιγράφεται με γλαφυρότητα από τον Γιώργο Λαρεντζάκη (Καϊντιέρη) στο άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1996, στο Φάρο του Μέριχα, για τα Πρωτοχρονιάτικα έθιμα. Από το άρθρο αυτό παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα που δημοσιεύτηκε στα Θερμιώτικα Νέα Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 2022 (αριθμός φύλλου 423).
«… Παραμονή πρωτοχρονιάς, λοιπόν, και οι νοικοκυρές του χωριού, μαζί με όλες τις άλλες γιορτινές ετοιμασίες, πρέπει να βράσουν το στρούμπο, σιτάρι δηλαδή της δικής τους σοδειάς, που θα το προετοιμάσουν και θα το βράσουν με ειδικό τρόπο. Από την προηγούμενη μέρα οι νοικοκυρές έχουν βγάλει μέσα από τ’ αμπάρι ή το κουρούπι μεστό μιάδι (στάρι), καλλιεργημένο και συλλεγμένο από τα σώχωρα χωράφια τους. Το στάρι, αφού το πλύνουν καλά, θα το βράσουν στη συνέχεια λίγο, ίσα-ίσα για να αποχωριστεί ο λεπτός φλοιός από τον καρπό. Στη συνέχεια το στάρι θα στραγγιστεί και θα απλωθεί επιμελημένα στον ήλιο για να στεγνώσει, πάνω σε άσπρα σεντόνια. Κάθε τόσο η νοικοκυρά θα ανασαλεύει το στάρι φέρνοντας το κάτω πάνω, ώστε να στεγνώσει καλά. Αφού στεγνώσει το στάρι, θα το βάλουν μέσα σε καθαρό άσπρο τσουβάλι, δένοντας το λαιμό του μ’ έναν κλώνο (σπάγγο) και θα το αφήσουν στο μπαραστάθι της πόρτας για να κοπανιστεί στη συνέχεια.
Οι νέοι του χωριού, παρέες-παρέες, θα βγουν παραμονή σεργιάνι στα σοκάκια του χωριού, με τον κόπανο στο χέρι, για να κοπανήσουν τους στρούμπους. Άρχιζε έτσι ένα ατέλειωτο αλισβερίσι, που έδινε στο χωριό γιορτινό χρώμα και εύθυμη διάθεση. Καθώς οι νέοι περνούσαν τις γειτονιές, πείραζαν τις νοικοκυρές και τις νιές, ρωτώντας τις: Να σου τον κοπανήσουμε (το στρούμπο); Εσένα σού τον κοπανήσανε ή να σου τον κοπανήσουμε εμείς; Εκείνες απαντούσανε: Εμένα μού τον κοπάνησε άλλος ή εμένα δεν μου τον κοπανήσανε, ελάτε να μου τον κοπανήσετε εσείς. Έτσι, μέσα από τη διαδικασία γινόταν καλαμπούρι, δημιουργούταν κέφι, χαρά. Το πράγμα, βέβαια, έπαιρνε ευρύτερες διαστάσεις καθώς οι νέοι έμπαιναν στις αυλές των αγαπημένων τους και μαζί με το κοπάνισμα του στρούμπου παιζόταν και το παιχνίδι του έρωτα και της αγάπης.
Καθώς οι κοπανίδες ανεβοκατέβαιναν και χτυπούσαν το στρούμπο, το χωριό αντιλαλούσε παντού τους απόηχους, λες και κάποιος αόρατος μαέστρος συγχρόνιζε τα τύμπανα μιας αρχέγονης μυστηριακής τυμπανοκρουσίας. Στη συνέχεια το κοπανισμένο στάρι απλωνόταν ξανά σε άσπρο σεντόνι και οι νοικοκυρές, με τα άσπρα μαντίλια στο κεφάλι, έπαιρναν το στάρι με τις χούφτες τους και το λίχνιζαν, για να απομακρυνθεί ο αποκολλημένος φλοιός του και να απομείνει ο καθαρός καρπός του σταριού. Τώρα πια ο στρούμπος ήταν έτοιμος για βράσιμο. Τον έβαζαν σε μεγάλα καζάνια και τον έβραζαν στη θράκα με χοντρά κούτσουρα. Μια μεγάλη κουτάλα τάραζε κατά διαστήματα το στρούμπο μέχρι να χυλώσει. Για’να του δώσουν μάλιστα ιδιαίτερη νοστιμιά, πολλές πατριώτισσες πρόσθεταν στο στρούμπο κι ένα κομμάτι λούντζα, παστό δηλαδή χοιρινό κρέας απ’ τη μπρουνιά. Σαν τέλειωνε το βράσιμο, ο στρούμπος σερβιριζότανε μέσα σε πήλινες σκουτέλες και προσφερότανε όχι μόνο στα μέλη της οικογένειας, αλλά και στους επισκέπτες, στους φίλους, στους γειτόνους, στους συγγενείς. Έτσι ο στρούμπος έπαιρνε μια κοινωνική διάσταση και γέμιζε όχι μόνο το στερημένο στομάχι, αλλά πλημμύριζε και την ψυχή με αγάπη και αγαλλίαση, χρονιάρες μέρες.
Ο στρούμπος τρωγότανε άλλοτε σκέτος, πολλές φορές όμως νοστίμιζε περισσότερο προσθέτοντας ζάχαρη ή ακόμα και φρέσκο γάλα. Οι παλιότεροι λένε ότι το βράσιμο του στρούμπου ήταν ένα είδος κόλλυβου, μνημόσυνου, στον παλιό χρόνο που φεύγει -που πεθαίνει – για να καλωσορίσουν την καινούργια χρονιά με προσδοκίες και νέες ελπίδες.
Τη δεκαετία του ’80 υπήρχε ακόμα το έθιμο… Δυστυχώς όμως, καθώς σβήνει εκείνη η αγνή και λατρεμένη γενιά των μεγάλων, χάνονται αργά-γοργά και τα παραδοσιακά μας έθιμα, υιοθετώντας ανούσια και χλιαρά ξενόφερτα ήθη και έθιμα. Τι κρίμα! Ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστον εμείς, οι νεότεροι, να τα διατηρήσουμε στη μνήμη μας, στη θύμησή μας και στην ψυχή μας»….